Το λαμόγιο ή και λαμόγιας, είναι συνώνυμο του απατεώνα ή κομπιναδόρου.

Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος απο αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.

Πω ρε πούστη, πάλι μ' έκλεψε στα ρέστα αυτό το λαμόγιο στη λαϊκή!

moglie (από GATZMAN, 16/11/10)Le Carte Nnapoletane (από HODJAS, 17/11/10)

Βλ. και λαμόγια, moya.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού bet (=στοιχηματίζω). Μπετατζής είναι εκείνος που επιδίδεται στον στοιχηματισμό. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την πρόσφατη ραδιοφωνική διαφήμιση γνωστής εταιρείας στοιχημάτων.

- Θα έρθει ο Νίκος το βράδυ για ποτό;
- Χλωμό το κόβω, θα περάσει όλη τη νύχτα παίζοντας πόκερ και στοιχηματίζοντας σε ματς του ΝΒΑ. Τον ξέρεις τωρα, γνωστός μπετατζής.

(από Mr. Cadmus, 12/02/10)

Δες και στοιχηματοπώλης, κουμάρι, μπούκις, παρολί, σότο, στον κουβά, ταμείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

μπροκεράς, μπροκεράκι

Αναφερόμεθα στον μπροκερά, τον χρηματιστηριακό πράκτορα που πραγματεύεται με εντολές αγοραπωλησίας χαρτιώνε.

Οι χρηματιστηριακές εταιρίες αμείβουν τον μπροκερά με ποσοστό επί του όγκου των συναλλαγών. Ωσεκτουτού, ο μπροκεράς έχει κάθε συμφέρον να προκαλεί τον τζίρο της πελατείας του. Σε αντίθεση όμως με τους «καλούς» μπροκεράδες που και καλά αναπτύσσουν σχέση μακρόχρονης εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους, τα μπροκεράκια δρουν ευκαιριακά προσφέροντας συμβουλές για τον πούτσο δίκην παπαγαλακίωνε.

Πολλά αμόρφωτα και ακαλλιέργητα μπροκεράκια των ενενήνταζ μετεξελίχτηκαν επί των ημερών μας σε μεγαλοσχήμονες τραπεζικούς παράγοντες.

Εναλλακτικά, ο κάθε είδους διαμεσολαβητής.

1.
Προτού εργαστεί ως δημοσιογράφος από το ‘90 ήταν ένας άτεγκτος και ιδιαίτερα επιτυχημένος «μπροκεράς», κατά την χρηματιστική ιδιόλεκτο, ο οποίος διαπραγματευόταν πετρέλαιο στα χρηματιστήρια της Nέας Yόρκης και της Σιγκαπούρης...

2.
πουσαι ρε γιαννη δρ,,,,μεγαλωσες αλλα εδωσες πολλα τωρα ειμαστε στα μαυρα ..........μαυρο σε μεγα μπροκεραδες και αλλλους μεσιτες στυλ γιωργηδες που σκεφτονται και την παρτη τους......................ειμαι και θα παραμεινω απλος διαμεσολαβητης

3.
ΧΑΧΑ τωρα λες πως οποιος μπει θα χασει ;;;; Οταν ελεγες αγορες στο +200% απ οτι ειναι τωρα, ηταν καλυτερα ε ;; Μπροκερακι της πλακας

4.
Πάντα πίστευα ότι ο πραγματικός σκοπός του ταξιδιού του Σαμαρά στις ΗΠΑ ήταν να συναντήσει την υπερδύναμη JPMorgan (και όχι, βέβαια πρωτίστωσ, τις Η.Π.Α.). Τα ραντεβουδάκια φαίνεται να κλείστηκαν από τα μπροκεράκια (Αβραμό). Μιχάλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία