Η εικονική μου παρουσία, το ηλεκτρονικό μου «σώμα», σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι (κυρίως fps) κινείται με διαλείψεις επειδή λαγκάρω, επειδή δηλαδή έχω καθυστερήσεις στη σύνδεσή μου.

Στους άλλους παίκτες αυτό φαίνεται σαν να τηλεμεταφέρομαι (teleporting) από το ένα σημείο στο άλλο, κάτι που είναι πολύ ενοχλητικό και δημιουργεί εκνευριστικές καταστάσεις: σκοτώνω άλλους χωρίς να με βλέπουν, φαίνεται ότι με πυροβολούν αλλά «στην πραγματικότητα» έχω μετακινηθεί αρκετά μέτρα μακριά κλπ.

  1. Από εδώ:

cyx teleportareis asxima

  1. Από εδώ:

araxte kai gia emas to idio provlima htan na sas vlepoume na teleportarete kai na min mporoume na sas petixoume..sas to eixa pei kai prin apo to game

(από patsis, 07/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παίκτης ρόλων (όχι με την αθλητική έννοια), αυτός που ασχολείται με παιχνίδια ρόλων (αλλά όχι με τη σεξουαλική έννοια).

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο r.p.g. (role-playing game). Λέγεται και ρολ-πλέιερ, απευθείας απ' τ' αγγλικά.

  1. δεν θα την έλεγα κακή ταινία, αλλά απλά λατρεύω το The Gamers: Dorkness Rising. Μιλάμε ότι αυτή η ταινία είναι το υπερθέαμα του αρπιτζά! Όποιος έχει ασχοληθεί με roleplaying και ειδικά DnD επιβάλλεται να τη δει, θα γελάει μέχρι μεθαύριο! (εδώ)

  2. για να παρακολουθήσεις τις λεπτομέρειες του Σαλβατόρε, πρέπει να 'χεις μια σχετική επαφή με dnd (dungeons and dragons) και με FR (Forgotten Realms ή αλλιώς Faerun). Έχω διαβάσει μέχρι και το Legacy (αγγλικά εννοείται, μια φορά διάβασα μετάφραση και οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από σπαστικό γέλιο μέχρι ανηλεές χτύπημα του κεφαλιού σε σκληρές επιφάνειες), σαν κλασική αρπιτζού. (απ' το ές-εφ-έφ τζι άρ)

  3. Αρκετές οι προσφορές και αυτή την εβδομάδα, ωστόσο ξεχωρίζουν «από χιλιόμετρα» το πακετάκι του Steam με τα τέσσερα Gothic αλλά και η προσθήκη του The Temple of Elemental Evil στο GOG.com που για τέταρτη σερί εβδομάδα ψηφίζει RPG. Ε, μετά κι απ’ αυτό, οι «αρπιτζάδες» μεταξύ μας θα πρέπει να ‘χετε μείνει ταπί… (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.

Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος είναι παραποίηση της Κορεάτικης λέξης «gosu» (고수) που σημαίνει δεξιοτέχνης, άνθρωπος με ανεπτυγμένες ικανότητες. Οι Άγγλοι την χρησιμοποιούν αυτούσια.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αρχαίο επιτραπέζιο Κορεάτικο παιχνίδι Go όπου σε ένα τετράγωνο πίνακα έπρεπε με τα πούλια σας (παρόμοια με αυτά της ντάμας) να κλείσετε τον αντίπαλο. Νικητής ήταν όποιος μπορούσε να βάλει τελευταίος ένα πούλι στον πίνακα. Το Go παίζεται από το 1.000 π.χ. (δηλαδή πριν ακόμα ανακαλυφθεί το σκάκι του 6ου μ.χ. αιώνα) και το Gosu αφορά κάθε δεξιοτέχνη που είναι άριστος στο Go.

Οι Άγγλοι έχουν παραφράσει τα αρχικά GOSU προς όφελός τους, με φράσεις του στυλ «Graduate Οf StarCraft University», «God Of StarCraft Universe» ή «God of StarCraft Units» κι αυτό γιατί οι Κορεάτες είναι οι μεγαλύτεροι μάστορες στο StarCraft.

Κύρια έννοια:
Με το επίθετο «γκοσάς» χαρακτηρίζεται κυρίως ο IMBA παίκτης, ο απόλυτος gamer που παίζει κάποιο/-α video games στα δάχτυλα, λες και είναι η δεύτερη φύση του.

Δευτερεύουσα έννοια:
Γκοσάς είναι επίσης ο εκάστοτε δεξιοτέχνης στο επάγγελμά του ή σε κάποιο χόμπι.

(Κύρια έννοια)
- Ρε μαλάκα παίζαμε lol και σκάει μια Clan με Κορεάτες και μας κάνει οικόπεδο μέσα σε 20 λεπτά! Τι είναι αυτά ρε;
- Μη ψάχνεις να βρεις. Αυτοί είναι γκοσάδες και λιώνουν όλη μέρα σε μια οθόνη. Γάμα το.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χεντίδι ή αλλιώς headshot προέρχεται από το Counter Stike, Call of Duty και λοιπά παιχνίδια που βρήκαν αποδοχή στα νετ καφέ, και επιτυγχάνεται όταν καταφέρνεις και πυροβολάς τον άλλον στο κεφάλι (head).

Με τον καιρό εξαπλώθηκε και στην αληθινή ζωή, και αφορά τις περιπτώσεις που πετυχαίνεις με κάποιο αντικείμενο τον άλλον στο κεφάλι, όπως γόμες, φρούτα, κλειδιά, μπάλες, ή οτιδήποτε άλλο που αξίζει να ενθουσιαστείς.

  1. Ρε πού ήταν κρυμμένος, μου έσκασε χεντίδι από το πουθενά.

  2. Την ώρα που παίζαμε νεραντζοπόλεμο, ο Γιακουμής μου έριξε ένα νεράντζι κατευθείαν χεντίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πεθαίνω με το χαρακτήρα μου σε online game ακατάπαυστα, χωρίς λόγο και αιτία, είτε διότι δεν ξέρω να παίζω, είτε διότι δε μου 'κατσε καλά το game (π.χ. dota), είτε διότι είμαι απλά ηλίθιος.

Έχω φηντάρει αισχρά σήμερα 0-10 έχω στο game.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλική πράξη συνισταμένη στην τοποθέτηση του οσχέου στο στόμα, πρόσωπο ή κεφάλι σεξουαλικού συντρόφου. Χρησιμοποιείται και ως πράξη υποταγής ή εξευτελισμού του υποκειμένου. Πολύ διαδεδομένη στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, επίσης, όπου ο παίκτης που σκοτώνει τον αντίπαλό του «πικάρει» αυτόν επικαθήμενος τοιουτοτρόπως στο άψυχο σώμα αυτού. Η προέλευση της λέξης προφανής (tea=τσάι + bag=σάκος).

- Τι έγινε χτες με το γκομενάκι;
- Την ξεφτίλισα, έβγαλα όλο μου το άχτι, από teabag μέχρι πουτσοσκάμπιλα και δε συμμαζεύεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από παίχτες παιχνιδιών RPG και MMO για να δηλώσει πως οι χαρακτήρες των παιχτών δεν διαθέτουν ικανοποιητικό αριθμό ή και καθόλου μπάφς (αγγλ. buffs), δηλαδή ξόρκια που ενισχύουν άμυνα, επίθεση, μαγική ενέργεια κλπ, για να μπορούν να νικήσουν ένα δυνατό τέρας, μία ομάδα τεράτων ή μία αντίπαλη ομάδα παιχτών.

  2. Αυτός που δεν βρίσκεται (ακόμα) υπό την επήρεια χασίς, γνωστό και ως μπάφο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει την ίδια καλή διάθεση (ή να μην την έχει ακούσει ακόμα) όπως οι υπόλοιποι, που είναι ήδη μπαφαρισμένοι.

  1. Και στις γκόμενες έτσι λες όταν γελάνε; Κάτσε να φέρω τον μεγάλο μου με full buffs; Είσαι μικρός και αμπαφάριστος; εε; (Από εδώ)

  2. Εγω σαν hunter εχω γυρω στα 130 fr αμπαφαριστος και πινω 1 μονο fr potion.Τωρα οταν βγαινουν τα sons,σταματαμε ολοι το dps στον ragn, τα παμε στους warriors και κανουμε assist στον main hunter. (Από εδώ)

  3. - Μας κάλεσε ο Αρτέμης για βραδιά best of ιρανικού κινηματογράφου. - Κουλ, περνάμε μία από Λιβάδι πρώτα γιατί Τεχεράνη και αμπαφάριστος με την καμία...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από επωνυμία γνωστού προϊόντος περιποίησης μαλλιών - «ζελές» και φυσικά το γνωστό σε όλους παίγνιο των πάλαι ποτέ ουφάδικων, το φλίπερ αποτελεί και όρο που απαντάται στον εξαίρετα δημοφιλή και προσφιλή τρόπο να ροκανίζει κανείς την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύει για να πληρώνει τα χρωστούμενα, το προ.

Όπως τραγούδησαν μια γαμημένη φορά οι λοκομόντοι και εν συνεχεία άκουσαν τρισεκατομμύρια φορές οι άμοιροι παίκτες, το προ αποτελεί τον Νο. 1 λόγο πρόκλησης οικιακών ατυχημάτων, διάλυσης χρόνιων φιλιών/σχέσεων, βλασφημίας αλλά και μέσο χαλάρωσης αν συνοδεύεται από τα κατάλληλα αξεσουάρ. Είναι φυσικό λοιπόν μια τόσο έντονη διαδικασία να διαθέτει δικό της λεξιλόγιο.

Ως φλίπερ ή, αν το κατέχετε και θέλετε να δείξετε μια κάποια οικειοτητα, φλιπεράκι νοούνται οι ασσύληπτα, από τους παίκτες του αντιπάλου, γρήγορες εναλλαγές της μπάλας με μπαλιές-τρύπες, 1-2 ή κορόιδο. Η μπάλα την στιγμή δημιουργίας του φλίπερ στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι ακουμπά την ταχύτητα της μπίλιας σε κανονικό παιχνίδι φλίπερ αφήνοντας τον άμοιρο αντίπαλο να αναρωτιέται με ποια σειρά προτεραιότητας πρέπει να κάνει δολοφονικό τάκλιν κόκκινης κάρτας και να ψάξει σακούλα για τον εμετό.

- Τι θα γίνει ρε Κικίτσα; Θα τελειώσεις καμιά φορά το παιχνίδι με 11 παίκτες;
- Σ' το έχω ξαναπεί Τασούλα μου, αν δεν σταματήσεις αυτά τα φλιπεράκια σου δεν σταματάω κι εγώ τα τάκλιν.
- Πάντα τα ίδια κάνεις ρε Κική, είτε παλεύουμε στη λάσπη με τα μαγιώ μας, είτε παίζουμε μαξιλαροπόλεμο με τα εσώρουχα πριν ξεκινήσουμε λεσβιακά, είτε παίζουμε στριπ πόκερ, είτε τεστάρουμε τις γνώσεις μας στα αυτοκίνητα πάντα τα ίδια. Δεν ξέρεις να χάνεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της αγγλικής φράσης good game (= καλό παιχνίδι).

  1. Μια ευγενική παρατήρηση που εκφέρεται μετά το τέλος ενός γύρου / αγώνα ή μετά το τέλος ενός παιχνιδιού (διαδικτυακού, όπου μετέχουν συνήθως πολλοί παίκτες, multiplayer game), για να δείξει ότι ένας αγώνας ήταν δίκαιος και ευχάριστος.

α) Συνήθως εκφέρεται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες του παιχνιδιού, ως επίδειξη καλής αθλητικής συμπεριφοράς.

β) Μερικές φορές μπορεί να έχει και ειρωνικό, περιπαικτικό ή προσβλητικό (υπο)νόημα.

  1. Ως συγκαταβατικό σχόλιο, συχνά εκφερόμενο από κάποιον που δε γνωρίζει την παραπάνω (1.) σημασία, και απλώς επαναλαμβάνει αυτό που οι άλλοι έχουν πει.

  2. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης: «μια χαρά».

Στην Αγγλική αποτελεί το αντίθετο του BG (bad game).

  1. Η Κόκκινη όμαδα κέρδισε, 50 - 47
    Κόκκινη ομάδα: GG
    Μπλε ομάδα: GG

  2. Στο τέλος ενός γύρου (λ.χ. στο διαδικτυακό παιχνίδι Dota):
    [Volmarias] gg
    [JikYo] gg
    [Tripitos] gg
    [Trelo
    Kokori] gg
    [Tardias] gg

  3. Η Μπλε όμαδα κέρδισε, 60 - 5
    Μπλε ομάδα: GG, κόκκινη ομάδα!
    Κόκκινη ομάδα: Άντε γαμήσου!

  4. Α: Πώς είσαι; Β: GG.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία