Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.

Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.

  2. Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.

  1. Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;

  2. Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο οποίος, παρόλαυτα, επιμένει να έχει άποψη και επιμένει να τη λέει, συνήθως σε ακατάλληλες στιγμές. Αν το μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι είναι μια φορά απαξιωτικό, το να σε πούνε πορδή του κάβουρα είναι δέκα και βάλε. Διότι, τι κώλο έχει ο κάβουρας; Ή αλλιώς, τι είν' ο κάβουρας, τι ειν' η πορδή του;

Λέγεται και χαϊδευτικά σε πιτσιρίκια - ας πούμε, αν έχουμε να κάνουμε με καμμιά Σουρπουήτσα που είναι μικρομέγαλη.

- Εγώ, θείε, είμαι της γνώμης ότι αυτά τα χαρτιά πρέπει να τα δώσετε. Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ ...
- Άιντε, βρε κι εσύ, πορδή του κάβουρα ... πετάγεσαι ... ακόμα δε βγήκες απ' το αυγό κι έμαθες κι από χρηματιστήρια ... Ο θείος ξέρει τι πρέπει να κάνει ...
- Ναι, βέβαια, ξέρει ... (την τύφλα του ξέρει ... ο εγκλωβισμένος ... ο καταστρεμμενίδης ...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία