Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.

Βλ. και ζγκατάψυξ και τγάμσα.

Γκζέντσα κι τγάμσα.

γκζέντσα κι τγάμσσα (από iwn, 24/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρισύνθετη λέξη αποτελούμενη από τις: 1. μαϊμού 2. μούτζα 3. λούκι. Συναντάται περισσότερο στον πληθυντικό αριθμό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα καραγκιοζιλίκια υπό τη συνοδεία κίνησης ή και στιγμιαίας πόζας, εκφράσεων προσώπου και γενικά προσποιητής γελοίας εικόνας που κατά βάθος κρύβει επιδειξιοπάθεια. Αυτός-ή που πράττει μαϊμουτζουλούκια είναι συνήθως ποζέρι και καραγκιόζ-μπερντές.

- ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΛ
- Ποιος το 'βαλε;
- Ρονάλντο... κάποιες φορές τα μαϊμουτζουλούκια εντός γηπέδων αποδίδουν. - Τι εννοείς «εντός γηπέδων»;
- Ότι τα κάνει και εκτός, για διαφημιστικές καμπάνιες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία