Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στην Ξερή. Ο διενεργών το καμάντσο κρατάει στο χέρι του βαλέ και άλλο χαρτί. Ο αντίπαλος έχει το ίδιο χαρτί διπλό. Αντί ο μάγκας να κόψει με το ίδιο χαρτί και να κρατήσει τον βαλέ για να κόψει ξανά, κόβει με τον βαλέ αρχικά, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είναι ασφαλές να παίξει πάλι το ίδιο χαρτί, στην οποία περίπτωση γίνεται κατά πάσα πιθανότητα ξερή. Ωραία πράματα...

Ετυμολογικά το θέμα τελεί υπό διερεύνηση, όμως μια εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι παράφραση του αγγλικού come on, το οποίο εκφυλίσθηκε σε καμάν και τελικά σε καμάντσο, υπονοώντας ότι ο διενεργών προτρέπει τον αντίπαλο να πέσει στη λούμπα.

- Εφτά κούπα Αβράμη.
- Βαλές, να τα πάρω αυτά.
- Κι άλλο εφτά Αβράμη.
- Βρε, βρε, βρε. Κι άλλο εφταράκι βρε παιδάκι μου; Να κι εγώ άλλο ένα. Ξερή! Για διε!
- Ω, τον κωλόφαρδο. (σ.σ. ο αδαής δεν την έχει πάρει πρέφα τη δουλειά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία