Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

«Παίζω μουσακά» σημαίνει προσποιούμαι ότι παίζω κάποιο μουσικό όργανο, ή τραγουδώ, συνοδεία playback.

Η έκφραση χρησιμοποιείτο από συντελεστές του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου, όπου πολλοί μουσικά αστοιχείωτοι ηθοποιοί συχνά πρωταγωνιστούσαν σε μιούζικαλ.

Νεοσλανγκικά, η έκφραση ισχύει και για ερζάτς ερωτικές σκηνές του κινηματόγραφου με άλλου είδους όργανα.

Λίλιαν: Προσέξεις τους δακτυλισμούς του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο σόλο μπουζούκι; Είναι πασιφανές ότι παίζει μουσακά!

Λάουρα: παρεμπίπταμπλυ, το ήξερες ότι η Ζωή Λάσκαρη τραγούδησε το Crazy Girl μουσακά, δανειζόμενη την φωνή της Αλέκας Κανελλίδου;

Λίλιαν: Υπάρχουν και χειρότερα! Στο In the Cut το τσιμπούκι που μπανίζει η Meg Ryan ήταν μουσακά! Η Jane Campion αποκάλυξε ότι ο πέων ήτο λαστιχένιος!

Λάουρα: Υπάρχουν όμως και καλύτερα, φιλεναδα! Δεν χρειάζεται να δεις Μέγα Μπερτό για να απολαύσεις Μέγα Λούτσο! Νάναι καλά ο Berto-lucci που μας δείχνει φραπέ στέρεο με DeNiro και Depardieu σε πραγματικά live εκτέλεση!

Λίλιαν: Μα και το ποδοφραπέ του Winterbottom στα 9 Τραγούδια ΔΕΝ ήτανι μουσακα!

(Συζήτηση σινεφίλ που γρήγορα εκφυλίζεται)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Παράβαλλε: μεζές, όποιος τον κώλο αναζητεί, λάσπες και σκατά θα βρει, σαντορούμι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Βαράω τατουάζ/ ενέσεις. Κυριολεκτικά, αλλά δες και το παράδειγμα 2 (!!!).
Β. Κάτι με χαλάει, με αρρωσταίνει, με βλάπτει.
Γ. Διεκδικώ κάτι.
Δ. Προσάπτω/ φορτώνω σε κάποιον κάτι.


Οι ορισμοί αυτοί προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες του λήμματος χτυπάω:

  • Αγοράζω κάτι, τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι) (acg)
  • κλωτσάω, δεν ταιριάζω, δεν κολλάω, βγάζω μάτι, κάνω μπαμ, κάνω κακή εντύπωση ή δίνω την υποψία για κάτι αρνητικό. (ironick)
  • μπαίνω σε διαδικτυακό σάη αυξάνοντας την επισκεψιμότητά του. (Khan)

αλλά και στα λήμματα χτυπάω κόκκινα, μπιέλα, στρόφαλο, πιράκια, ταβάνι, χτυπάω γκόμενα και το μουνί μου στον τοίχο,


Η Samantha μίλησε για τον θυμό της στην Metro: «Για να φύγει αυτό από πάνω του θα πρέπει να ξοδέψουμε £1,000. Επίσης τι θα πει η κόρη μας μόλις τον δει σε μια πισίνα κάνοντας μπάνιο» Άτιμος ο έρωτας με χτύπησε με δόλο
Α.

  1. Με βλέπω να χτυπάω τατουάζ μανίκι τόσο που μαγειρεύω. ΕΔΩ
  2. Με την γλώσσα μου χτυπάω τατουάζ στην κλειτορίδα ... ΕΔΩ.
  3. η οδοντιατρος μου χτυπησε μια ενεση που αν αυτη τη στιγμη μου δωσει μπουνια o mike tyson δεν θα νιωσω απολυτως τιποτα!

Β.

  1. -Με χτύπησε το ποτό
    - Γιατί, τι του έκανες; ΕΔΩ
  2. Ο έρωτας με χτύπησε με γιόλο και πήγα και αγάπησα τον στρογγυλό σου κώλο.
  3. Πείτε μου τουλάχιστον ότι σας χτύπησε ο ήλιος ή έχετε καιρό να κάνετε σεξ να το καταλάβω ρε
  4. Η κρίση χτύπησε τα μπουζούκια: Εκλεισαν τα 19 από τα 22 στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης http://dlvr.it/C4604v #Χαλαρα
  5. Ο καρκίνος χτύπησε διάσημο πρωταγωνιστή του "Χάρι Πότερ" http://dlvr.it/BDxHn8
  6. Μία εξαιρετικά δυσάρεστη σύμπτωση «χτύπησε» την οικογένεια

Γ.

  1. Χτύπησα πρωτιά η λαθος ειδα? Αντε καλη χρονια με υγεια να εχουμε <3
  2. - Στο σεξ χτυπάς;
    - Χτυπάω αλλά δε μου ανοίγουν. ΕΔΩ
  3. πωπω κελεπούρι από το πουθενά χτύπησα! Θενξ ντιαρ!! ΕΔΩ

Γ.& Δ.

  1. Ο Βαγγέλας θέλει να χτυπήσει την Κρήτη, μόνο που τον πρόλαβε ο εισαγγελέας κ του χτύπησε τον Μαρκογιαννάκη. Ξεφτίλα πριν σωθεί με "ασυλιες". ΕΔΩ

Δ.

  1. -Και επιτέλους κάτι πρέπει να γίνει με τα McDonalds στα βόρεια προάστια. Εγώ πού θα τρώω τις νύχτες μοναξιάς δηλαδή;
    -Εσύ να μην έφευγες από τα νότια
    - Πόσα χρόνια θα μου το χτυπάς ΕΔΩ
  2. Ερμή, για πόσο ακόμη θα μου το χτυπάς για τον κρητικό γάμο;;; :P (πχόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σοπάκι, το ξύλο με αυτήν την έννοια. Ιδιωματισμός της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί λαϊκή έκφραση και δεν χρησιμοποιείται συχνά τώρα πια. Προέρχεται από την τουρκική λέξη "çomak" που σημαίνει"ράβδος". Η λέξη "çomak" υπάρχει αυτούσια σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι της βορείου Ελλάδος, το τσιλίκ τσομάκ ή λιγκρίν, δημοφιλές στην Τουρκία παλαιότερα.

- Που λες... Εξαφανίστηκε, λέει, γιατί άλλαξε το πρόγραμμά του...
- ... Τσομάκι!!!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο μπανιστιρτζής, ο μοχθών στο κολλύριο στα ... αρχαία ελληνικά!
Υπάρχει και ο παρθενοπίπης κι ο αρρενοπίπης, ανάλογα πού πίπτει εγκαύλως το όμμα καθενός.
Από το γυναίκα + οπιπτεύω. (εδώ).

  • Περισσότερα για το πώς θα μάθετε να βρίζετε στα Αρχαία Ελληνικά αλά Ζουράρις ΕΔΩ.

Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»,

Σήμερα είναι εύκολο και γουστόζικο να λέγεται και να γράφεται, εξ ου και τα παραδείγματα.

  1. γυναικοπίπης, ου, ὁ (gunaikopipēs) —one who ogles women” (εδώ)

  2. - Είναι γυναικοπίπης αλερτ==>
    - ΠΑΛΙ ΜΕ ΟΝΕΙΡΩΞΕΙΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ? (εδώ)

  3. - Γιατι να εισαι τοσο ψοφια γιαλαντζι αριστεροστροφη πατσαβουρα?
    - Γιατί είσαι ένας πιθηκαλώπηξ γυναικοπίπης. Το πατσαβούρα πρόσεχε μη σου έρθει κοσμάριον (εδώ)

  4. ΛΑΘΡΟΠΙΠΗΣ (ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ η ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ). (εδώ)

  5. -Τράβα κοιμήσου βρε γυναικοπίπη
    -Κανεις copy paste απο google βρισιες αρχαιων? Καρμπον. Εσυ εισαι μεγαλο νουμερο μιλαμε (εδώ)

  6. ανδρείος (γενναίος) όπως ο Έκτορας, όχι δειλός (παρθενοπίπης) όπως ο Πάρις! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντί του «τραβάω τα μαλλιά μου».

Άσε δικέ μου να σου πω τι έπαθα σήμερα... τράβαγα τα βυζιά μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τα κλισέ του σχολιασμού αγώνων ποδοσφαίρου.

Περιγράφει κατάσταση κατά την οποία η ομάδα δεν παίζει στην ουσία ποδόσφαιρο, αλλά απλά καταστρέφει το παιχνίδι της άλλης ομάδας, κυρίως με κλαδέματα, χτυπήματα και βρώμικο παιχνίδι. Χρησιμοποιείται ως τακτική από ομάδες που αντιμετωπίζουν ομάδα τρεις κλάσεις ανώτερη, με σκοπό να μην τις αφήσουν να παίξουν έστω και στοιχειωδώς, γιατί αν γίνει αυτό «Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς!».

Χρησιμοποιείται και γενικότερα όταν κάποιος ακολουθεί τακτική που δεν αποσκοπεί στο να κερδίσει ο ίδιος, όσο στο να χάσει ο άλλος. Και κυρίως όταν αυτός που παίζει καταστροφικό ποδόσφαιρο δεν έχει κάτι να κερδίσει.

Απλά έρχεται και σου γαμάει τη φάση.

Ειδική περίπτωση που αξίζει αναφοράς είναι η χαλάστρα που σου κάνει κάποιος σαδιστικά.

  1. από εδώ:
    Να προκριθούμε, έστω και με καταστροφικό ποδόσφαιρο

  2. - Τι έγινε με το γκομενάκι τελικά χτες ρε συ;
    - Τι να γίνει με το μαλάκα τον Τάσο...
    - Ότι;
    - Ήρθε δίπλα μου εκεί που την καβλάντιζα και άρχισε να χτυπιέται σαν το μαλάκα, μέχρι που της έριξε μισό ποτήρι γαλοπούλα-κόκα στα μαλλιά.
    - Πέρδικα πίνει ρε βλάκα...
    - Αυτό σ' απασχολεί εσένα, ή που κάθε φορά που με βλέπει να χώνομαι αρχίζει το καταστροφικό ποδόσφαιρο; Άιντε να το μαζέψεις μετά από τέτοια μαλακία. Απλά ξενέρωσε κι έφυγε η γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω κάποιον και κατόπιν εξαφανίζω το πτώμα του, χωρίς να αφήσω καθόλου ίχνη. Ένα είδος Τέλειου Εγκλήματος. Διότι - κατά κανόνα - χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει και αξιόποινη πράξη.

Χρησιμοποιείται πολύ στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος: «συνδικάτα» και «εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ναρκωτικών, της μαστροπείας (νταβατζιλίκι εν στενή εννοία), των εκβιασμών και της προστασίας νυχτερινών μαγαζιών (νταβατζιλίκι εν ευρεία εννοία), του λαθρεμπορίου όπλων ή τσιγάρων. Τους ξέρουμε ως «μαφιόζους», «νονούς», «μπράβους», «βαρώνους» (της κόκας, της νύχτας, ό,τι μπορεί ο καθένας).

Η σλανγκικότης του πράγματος έγκειται βασικά στο ότι το εν λόγω ρήμα, υπό κανονικές συνθήκες, δεν συντάσσεται με έμψυχο αντικείμενο, εκτός κι αν σημαίνει την απλή απόκρυψη, π.χ. εξαφάνισα τον αντάρτη στο υπόγειο για να μη τον βρουν τα σκυλιά. Το δε «εξαφανίζομαι», ως μέσο και όχι παθητικό ρήμα, δεν συνοδεύεται από ποιητικό αίτιο, δεν λέμε δλδ « ο χ εξαφανισμένος (=αγνοούμενος) εξαφανίστηκε από τον τάδε».

Ο όρος εξαφανίζω χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες παρανόμους ως δηλωτικός της απουσίας οποιασδήποτε συναισθηματικής φόρτισης σχετικά με την πράξη της δολοφονίας. Ο μαφιόζος - σ' ένα ιδεατό επίπεδο τουλάχιστον - δε σκοτώνει παρακινούμενος από προσωπικό πάθος, αλλά πάντα κατόπιν ψυχρού υπολογισμού, σαν να φέρνει εις πέρας μια οποιαδήποτε επιχειρηματική πράξη. It's just business. Γι' αυτό, εκφράσεις του στιλ «μακελιάζω», «κόβω φέτες» και παρόμοιες σπλατεριές, γενικά αποφεύγονται. Η εξαφάνιση, όπως επίσης το ξεμπαρκάρισμα, έχουν μια ουδέτερη χροιά. Είναι κι ένα είδος μπλακ χιούμορ, παρόμοιο με το «θα σε αυτοκτονήσω»

Ο άνθρωπος περιπίπτει σε απλό αντικείμενο, η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενίζεται. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Αδόλφος Άϊχμαν, ο ναζί χασάπης των Εβραίων, δήλωνε στη δίκη του πως «η θανάτωση δεν είναι παρά άλλη μια ιατρική πράξη». Στο 1984 του Όργουελ, το αντίστοιχο της «εξαφάνισης» είναι η εξάτμιση, μετά την οποία απαλείφεται κάθε ίχνος της μνήμης του προγραφθέντος, σαν αυτός να μην υπήρξε ποτέ. Τέλος, η ίδια απαξίωση για την ανθρώπινη αξία, εμπεριέχεται στη χρήση του όρου «εκτέλεση» από τις ακροαριστερές οργανώσεις ένοπλης βίας, π.χ. 17Ν.

Η επιτυχία της εξαφάνισης και η καταστροφή κάθε αποδεικτικού / επιβαρυντικού στοιχείου, δεν οφείλεται τόσο στις ατομικές ικανότητες και ευφυία του κάθε μαφιόζου, όσο στην αφθονία των υλικών μέσων που βρίσκονται στη διάθεση των οργανωμένων ομάδων και τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν. Έχουν π.χ. τη δυνατότητα να μεταφέρουν το πτώμα σε κάποια γειτονική ξένη χώρα και να το θάψουν σε κάποιο απάτητο δάσος. Ή μπορούν να ξανοιχτούν με πλεούμενο και να φουντάρουν το πτώμα μεσοπέλαγα, μαζί με δυο λιθάρια δεμένα στο λαιμό του. Ή να το μεταφέρουν σε καμιά απόμερη αποθήκη και να το ρευστοποιήσουν σε μπανιέρα με άκουα φόρτε. Και άλλα που δε φανταζόμαστε.

  1. - Πολύ μου τα 'χει ζαλίσει τώρα τελευταία ο άραβας. Έχει να πληρώσει τέσσερις μήνες. Σκέφτομαι να τον εξαφανίσουμε.
    - Μαζί σου. Πολύ σήκωσε κεφάλι ο μαλάκας.

  2. - Αυτός ο κωλόμπατσος μπλέκεται συνέχεια μες τα πόδια μας. Θα τον εξαφανίσω τον βρωμόπουστα, τον παλιοκαριόλη! - Συμφωνώ, αλλά θέλει ψυχραιμία το θέμα, όχι φωνές.

(εμπνευσμένα από τις απομαγνητοφωνήσεις Βλαστός κ' Σία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία