Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κλέβω κάτι, χρησιμοποιείται μόνο για αντικείμενα μικρής αξίας.

Έλεος... μου τσούρνεψαν εκείνο το μαύρο το στυλό...!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω κάποιον και κατόπιν εξαφανίζω το πτώμα του, χωρίς να αφήσω καθόλου ίχνη. Ένα είδος Τέλειου Εγκλήματος. Διότι - κατά κανόνα - χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει και αξιόποινη πράξη.

Χρησιμοποιείται πολύ στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος: «συνδικάτα» και «εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ναρκωτικών, της μαστροπείας (νταβατζιλίκι εν στενή εννοία), των εκβιασμών και της προστασίας νυχτερινών μαγαζιών (νταβατζιλίκι εν ευρεία εννοία), του λαθρεμπορίου όπλων ή τσιγάρων. Τους ξέρουμε ως «μαφιόζους», «νονούς», «μπράβους», «βαρώνους» (της κόκας, της νύχτας, ό,τι μπορεί ο καθένας).

Η σλανγκικότης του πράγματος έγκειται βασικά στο ότι το εν λόγω ρήμα, υπό κανονικές συνθήκες, δεν συντάσσεται με έμψυχο αντικείμενο, εκτός κι αν σημαίνει την απλή απόκρυψη, π.χ. εξαφάνισα τον αντάρτη στο υπόγειο για να μη τον βρουν τα σκυλιά. Το δε «εξαφανίζομαι», ως μέσο και όχι παθητικό ρήμα, δεν συνοδεύεται από ποιητικό αίτιο, δεν λέμε δλδ « ο χ εξαφανισμένος (=αγνοούμενος) εξαφανίστηκε από τον τάδε».

Ο όρος εξαφανίζω χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες παρανόμους ως δηλωτικός της απουσίας οποιασδήποτε συναισθηματικής φόρτισης σχετικά με την πράξη της δολοφονίας. Ο μαφιόζος - σ' ένα ιδεατό επίπεδο τουλάχιστον - δε σκοτώνει παρακινούμενος από προσωπικό πάθος, αλλά πάντα κατόπιν ψυχρού υπολογισμού, σαν να φέρνει εις πέρας μια οποιαδήποτε επιχειρηματική πράξη. It's just business. Γι' αυτό, εκφράσεις του στιλ «μακελιάζω», «κόβω φέτες» και παρόμοιες σπλατεριές, γενικά αποφεύγονται. Η εξαφάνιση, όπως επίσης το ξεμπαρκάρισμα, έχουν μια ουδέτερη χροιά. Είναι κι ένα είδος μπλακ χιούμορ, παρόμοιο με το «θα σε αυτοκτονήσω»

Ο άνθρωπος περιπίπτει σε απλό αντικείμενο, η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενίζεται. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Αδόλφος Άϊχμαν, ο ναζί χασάπης των Εβραίων, δήλωνε στη δίκη του πως «η θανάτωση δεν είναι παρά άλλη μια ιατρική πράξη». Στο 1984 του Όργουελ, το αντίστοιχο της «εξαφάνισης» είναι η εξάτμιση, μετά την οποία απαλείφεται κάθε ίχνος της μνήμης του προγραφθέντος, σαν αυτός να μην υπήρξε ποτέ. Τέλος, η ίδια απαξίωση για την ανθρώπινη αξία, εμπεριέχεται στη χρήση του όρου «εκτέλεση» από τις ακροαριστερές οργανώσεις ένοπλης βίας, π.χ. 17Ν.

Η επιτυχία της εξαφάνισης και η καταστροφή κάθε αποδεικτικού / επιβαρυντικού στοιχείου, δεν οφείλεται τόσο στις ατομικές ικανότητες και ευφυία του κάθε μαφιόζου, όσο στην αφθονία των υλικών μέσων που βρίσκονται στη διάθεση των οργανωμένων ομάδων και τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν. Έχουν π.χ. τη δυνατότητα να μεταφέρουν το πτώμα σε κάποια γειτονική ξένη χώρα και να το θάψουν σε κάποιο απάτητο δάσος. Ή μπορούν να ξανοιχτούν με πλεούμενο και να φουντάρουν το πτώμα μεσοπέλαγα, μαζί με δυο λιθάρια δεμένα στο λαιμό του. Ή να το μεταφέρουν σε καμιά απόμερη αποθήκη και να το ρευστοποιήσουν σε μπανιέρα με άκουα φόρτε. Και άλλα που δε φανταζόμαστε.

  1. - Πολύ μου τα 'χει ζαλίσει τώρα τελευταία ο άραβας. Έχει να πληρώσει τέσσερις μήνες. Σκέφτομαι να τον εξαφανίσουμε.
    - Μαζί σου. Πολύ σήκωσε κεφάλι ο μαλάκας.

  2. - Αυτός ο κωλόμπατσος μπλέκεται συνέχεια μες τα πόδια μας. Θα τον εξαφανίσω τον βρωμόπουστα, τον παλιοκαριόλη! - Συμφωνώ, αλλά θέλει ψυχραιμία το θέμα, όχι φωνές.

(εμπνευσμένα από τις απομαγνητοφωνήσεις Βλαστός κ' Σία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βαρύγδουπος αυτός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τηλεοπτικά πράγματα από τον γκουρού της μεσημεριανής ζώνης Ανδρέα Μικρούτσικο για να περιγράψει μια κατάσταση αυτο-εξευτελισμού ενός καλεσμένου, ο οποίος έρχεται στην εκπομπή για να βγάλει τα εσώψυχα του στη φόρα, εμπιστευτικά σε πανελλήνια εμβέλεια.

Είναι χαρακτηριστική η τηλε-κανιβαλλιστική διάθεση με την οποία ο παρουσιαστής εκμαιεύει τα «παθήματα» και τις «συμφορές» που χτύπησαν τον καλεσμένο, αλλά και το «on-off» φαινόμενο, δηλαδή η σαδιστική ευκολία με την οποία θα διακόψει το ξέσπασμα του καλεσμένου για διαφημίσεις, για να το ξανασυνεχίσει αμέσως μετά.

Οι δε καλεσμένοι βρίσκονται στην κοσμάρα τους, λες και έχουν πάρει αρντάν, όλοι από το κοινό του στούντιο τους φτύνουνε και αυτοί νομίζουν ότι βρέχει, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το γυρνάνε απότομα από δάκρυ σε γέλιο και τούμπαλιν, προδίδοντας μια συναισθηματική ρηχότητα. Γενικά, το λήμμα έχει ταυτιστεί με τηλεοπτικά υποπροϊόντα μεσημβρινής ζώνης, που όμως όλοι τα βλέπουμε (αν και τα καταδικάζουμε).

Μείνετε μαζί μας γιατί ακολουθεί η κατάθεση ψυχής του κ. Σκορδοπούτσογλου που λύνει τη σιωπή του για πρώτη φορά από τότε που τον άφησε η γυναίκα του επειδή τά 'φτιαξε με την κουμπάρα τους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστική παραλλαγή κατά τη γραφή της έκφρασης «τον παίζω».

Η ευστοχία της οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ ακούγεται και διαβάζεται ως μία εντελώς political correct έκφραση αναφερόμενη στον ηθοποιό Γιάννη Μπέζο, παρ' όλα αυτά μπορούμε να υπονοήσουμε κάτι όχι και τόσο σεμνό.

(συναντάται κυρίως σε sms, msn και γενικά net communities, γι' αυτό και τα greeklish)

- ela man. ti kaneis;
- ton Mpezo.

(από Hank, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Παίζω μουσακά» σημαίνει προσποιούμαι ότι παίζω κάποιο μουσικό όργανο, ή τραγουδώ, συνοδεία playback.

Η έκφραση χρησιμοποιείτο από συντελεστές του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου, όπου πολλοί μουσικά αστοιχείωτοι ηθοποιοί συχνά πρωταγωνιστούσαν σε μιούζικαλ.

Νεοσλανγκικά, η έκφραση ισχύει και για ερζάτς ερωτικές σκηνές του κινηματόγραφου με άλλου είδους όργανα.

Λίλιαν: Προσέξεις τους δακτυλισμούς του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο σόλο μπουζούκι; Είναι πασιφανές ότι παίζει μουσακά!

Λάουρα: παρεμπίπταμπλυ, το ήξερες ότι η Ζωή Λάσκαρη τραγούδησε το Crazy Girl μουσακά, δανειζόμενη την φωνή της Αλέκας Κανελλίδου;

Λίλιαν: Υπάρχουν και χειρότερα! Στο In the Cut το τσιμπούκι που μπανίζει η Meg Ryan ήταν μουσακά! Η Jane Campion αποκάλυξε ότι ο πέων ήτο λαστιχένιος!

Λάουρα: Υπάρχουν όμως και καλύτερα, φιλεναδα! Δεν χρειάζεται να δεις Μέγα Μπερτό για να απολαύσεις Μέγα Λούτσο! Νάναι καλά ο Berto-lucci που μας δείχνει φραπέ στέρεο με DeNiro και Depardieu σε πραγματικά live εκτέλεση!

Λίλιαν: Μα και το ποδοφραπέ του Winterbottom στα 9 Τραγούδια ΔΕΝ ήτανι μουσακα!

(Συζήτηση σινεφίλ που γρήγορα εκφυλίζεται)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ντουφέκι κι ο μπαργαλάτσος, μοιάζουν λόγω:

  • Σχήματος,
  • Βλητικής δυνατότητας,
  • Σημειολογίας περί κυνηγητικής φύσης του χρήστη τους.

Οπότε μιλώντας για ντουφεκιά, μιλάμε για τη διαφυγή ριπών σπέρματος από την κάννη, πεοβόλου όπλου, στο πεδίο της ερωτικής μάχης.

Αντίθετα με την κλασική έννοια της ντουφεκιάς, ντουφεκιάς που μπορεί να επιφέρει το θάνατο, η συγκεκριμένη ντουφεκιά μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας νέας ζωής.

- Με μια ντουφεκιά, την άφησε έγκυο.
- Τόσο ευθύβολος ήταν, ε;

- Σε ποιο αιδοίο βολής θα ρίξεις ντουφεκιές απόψε;
- Στη Σούζυ, που όταν βλέπει ούζι, σκούζει.

Το...ντουφέκι (από GATZMAN, 27/04/09)Στο 00:09 "και εσύ ντουφέκι φλογερόν πουλί μου" (από GATZMAN, 08/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χώρος του μπίχτινγκ, σπορ κατά το οποίο απαιτείται υλικοτεχνικός εξοπλισμός, λίγα φράγκα και άφθονος χρόνος.

Τα εργαλεία που χρειάζονται συνήθως είναι

  • ντύσιμο ιταλικής προέλευσης,
  • 2λιτρο υπερτροφοδοτούμενο γερμανικής κατασκευής, και
  • ιδιωτικός χώρος για να μπει το χειρουργικό τραπέζι.

    Κύριοι στόχοι είναι νεανίδες από τον χώρο του μόντελινγκ, tραγουδιστριάκια, wannabe ηθοποιοί, χορεύτριες κ.ο.κ., καθώς επίσης και noname μουνάκια, αρκεί να έχουν σασί διαστημικό.

Οι μαιτρ του είδους καταφέρνουν να πλήξουν στρατηγικούς στόχους με ελάχιστα μέσα.

- Χτες πήγα εκείνο το μοντελάκι που σου έλεγα στο σπίτι και το χειρούργησα.
- Άξιος! Άξιος! Άρχοντα του μπίχτινγκ!

Παραπονιέται, ότι αυτός που τραβιολογιέται, της κάνει νερά και 'γω της είπα «άμα δεν γουστάρεις τέτοια, να μην ψωνίζεις από τον χώρο του μπίχτινγκ».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία