Επιπλέον ετικέτες

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να γνωριστούμε καλύτερα.

Πρωτοακούστηκε στην ταινία Ο κατεργάρης του Δαλιανίδη του 1971.

Η Νόρα Βαλσάμη κόρη πτωχού πλην τιμίου υπαλλήλου (Χρόνης Εξαρχάκος) ερωτεύεται τον κανακάρη του εργοστασιάρχη αφεντικού του πατέρα της και ζητάει την άδειά του για να κάνει πάρτυ για «to know us better», το οποίο παραφράζεται από την αμόρφωτη μάνα της (Κατερίνα Γιουλάκη) σε αζμπέτε. Μια από τις γλυκανάλες του Δαλιανίδη πριν το γυρίσει στις ταινίες κοινωνικής διαμαρτυρίας ή «κουλτούρα να φύγουμε» όπως το Βασικά καλησπέρα σας και Τα τσακάλια.

- Θά 'ρθεις το βράδυ σπίτι να σε γνωρίσουν οι γονείς μου για να με αφήνουν να βγαίνω πιο αργά.
- Το σκουλαρίκι να το βγάλω;
- Όχι καλέ, αφού ο μπαμπάς μου είναι πουρέιντζερ, παλιά άφηνε και ... φαβορίτες.
- Άσε καλύτερα μη μου πρήξει τ' αρχίδια. Δεν είμαι εγώ για αζμπέτε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνοποιημένα το «gr» (τζι αρ) που απαντάται σε sites και σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις.

- Για πες μου την ηλεκτρονική σου διεύθυνση για να σου στείλω με mail τα αρχεία που μου ζήτησες.
- Petropoulos τελεία γκουρού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο σκασμός, η ησυχία, το «βούλωσέ το» κτλ. Προέρχεται από παράφραση και ελληνοποίηση του γνωστού πλήκτρου mute που βρίσκεται σε κάθε συσκευή που παράγει ήχο. Λέξη που χρησιμοποιείται τόσο ειρωνικά γι' αυτόν που δεν μιλάει και πολύ, όσο και κυριολεκτικά για τον σπασαρχίδη που δεν βάζει γλώσσα μέσα και μιλάει συνεχώς. Χρησιμοποιείται και με το ρήμα πατάω.

  1. - Μούτα ρε φίλε! Μας έχεις πάρει τα αυτιά πάλι!
    - Άσε μας ρε μαλάκα. Τι να πω, αφού ξέρεις δεν έχω κέφια.

  2. - Ρε Τάκη θα πατήσεις λίγο τη μούτα μπας και σκοράρω με το γκομενάκι; Τόση ώρα μιλιά δεν έβγαλες, τώρα σου ήρθε να ρωτήσεις πόσο δίνει τον άσσο στο 322;

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.

Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.

Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία