Όρος που χρησιμοποιείται από τους μοτοσυκλετιστές και τους παθιασμένους οδηγούς αυτοκινήτων.

Σημαίνει την απαλή αλλαγή ταχύτητας, όπου ο χειρισμός γίνεται αργά, με προσοχή και ευλάβεια και όχι στεγνά, διαδικαστικά.

Το κούμπωμα είναι γλυκό, με τον αναβάτη / οδηγό να αισθάνεται και να απολαμβάνει την σύμπλεξη / αποσύμπλεξη, νιώθοντας τα γρανάζια να ακουμπούν το ένα με το άλλο, τις τριβές, τις ανοχές, όλα. Ο όρος λοιπόν, προέρχεται ακριβώς από την αίσθηση «κουμπώματος» των κινούμενων μερών του κιβωτίου μεταξύ τους. Στα αυτοκίνητα χρειάζεται ένα καλό χειροκίνητο κιβώτιο, που να μεταδίδει ατόφια την αίσθηση αυτή. Θρυλικό απ' όσο ξέρω για τον τομέα αυτό, έμεινε για παράδειγμα το Honda S2000.
Ημιαυτόματα και τα ντιπ-για-ντιπ φλώρικα αυτόματα κιβώτια, απορρίπτονται μετά βδελυγμίας.

Σε μοτοσυκλέτα, λέγεται κυρίως όταν βάζουμε πρώτη από στάση, με το χαρακτηριστικό μεταλλικό «κλανκ!» που κάνει όταν είναι ακόμα κρύο το κιβώτιο. Ανάλογα με το κύρος της μοτοσυκλέτας, ο ήχος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί έως και απρεπής και να ξενερώσει τον ιδιοκτήτη της. Σε ένα πιο πολεμικό αντίθετα, ένα τέτοιο βαρβάτο άκουσμα αρμόζει, καθώς οι καλοί τρόποι δεν έχουν θέση εδώ.

Το αντώνυμο είναι η «καρφωτή», που γίνεται τάχιστα, με ελάχιστη (ή και καθόλου) χρήση συμπλέκτη, για να εκμηδενιστεί ο χαμένος χρόνος της αλλαγής. Στην έντονη επιτάχυνση, στην κόντρα, στην σούζα, δεν νοείται άλλος τρόπος. Ενέχει ξεχωριστή απόλαυση, την ευχαρίστηση του «σκισίματος», αλλά πρέπει πάντα να γίνεται μετά από το απαραίτητο ζέσταμα, διαφορετικά τα μηχανικά μέρη ταλαιπωρούνται ακόμα περισσότερο, χώρια την πιθανότητα σε κανένα μπίζιλο μηχανάκι να σου σπάσει κανα κιβώτιο. Δεν τα δέχονται όλα αυτά. Σε κάποια μάλιστα δεν είναι και ηθικά σωστό να το κάνεις.

(Τέλειο παράδειγμα-ορισμός απο εδώ)

Πρώτα τη ζεσταίνεις και μετά την ξεζουμίζεις... Πάντα με σεβασμό σε αυτήν, αλλιώς η στιγμή που θα σε δαγκώσει δεν είναι μακρυά...

Κουμπώνω πρώτη και αφήνω μαλακά το συμπλέκτη... Πηγαίνω ρολάροντας ανάμεσα στα στενά, με το μπάσο γουργουρητό της εξάτμισης να σιγοντάρει τα ροχαλητά της γειτονιάς.

Συντροφιά με σκόρπιες σκέψεις, βγαίνω προς τα έξω... Τα κίτρινα φώτα, δίνουν ένα industrial τόνο στο τοπίο... Αρκετά χαλαρώσαμε σκέφτομαι...

Κατεβάζω δευτέρα, και χουφτώνω απότομα το grip... Ο τετρακύλινδρος ξυπνάει απ τη λήθαργο της ήρεμης βόλτας, στέλνει τον μπροστινό τροχό στον αέρα, και αρχίζει να ανεβάζει στροφές σα δαιμονισμένος ενώ το ουρλιαχτό του σκίζει την ησυχία της νύχτας... Καρφωτή αλλαγή σε τρίτη, προσπαθώντας να μαζευτώ πίσω απ το φαιρινγκ, και στην αλλαγή σε τετάρτη αποφασίζει να επιστρέψει και το δεύτερο τροχό της στην άσφαλτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δύο δημόσια έγγραφα γίνονται al dente αν το απαιτήσει η κατάσταση: η ταυτότητα και το διαβατήριο.

1. Στην έκφραση "με την ταυτότητα στα δόντια"

α) Η οδήγηση στα όρια, με ελιγμούς λίαν απαιτητικούς σε ικανότητα και ταχύτητα αντίδρασης. Αλλά και με την ψυχή στο στόμα, με τρομερό άγχος, με ακραιφνή ένταση λόγω της συναίσθησης του επαπειλούμενου κινδύνου.

i. Από εδώ:
Εάν δεν σκοπεύεις να χρησιμοποιείς το ποδήλατο υπό βροχή ή υπό υγρές συνθήκες τότε θα σου πρότεινα ένα ελαστικό slick και σχετικά μικρού φάρδους. Ναι, στον χειρισμό του στο όριο ενδεχομένως να είναι πιο απόλυτο αλλά μην ξεχνάμε ότι το χρησιμοποιείς μέσα στην πόλη και όχι σε κάποιο μονοπάτι. Ούτε πας να κατέβεις την Πάρνηθα με την ταυτότητα στα δόντια...

ii. Από εδώ:
αν είσαι cool enough ή έχεις φάει την ζωή σου σε κόντρες ή στρίψιμο με την ταυτότητα στα δόντια και τα βαριέσαι όλα αυτά τα χαριλίκια μπορείς απλά να απέχεις [...] δεν χρειάζεται να δείχνεις πόσο γρήγορος είσαι συνέχεια.

iii. Από εδώ:
Χίλια περαστικά στο παλικάρι και μακάρι να μην έχει τίποτα σοβαρά χτυπήματα. Το συγκεκριμένο μέρος πάντως (όπως και πολλά άλλα στην Εθνική μας, ο Θεός να την κάνει) είναι για να περνάς με την ταυτότητα στα δόντια.

β) Πιο δόκιμα/κυριολεκτικά: Σε ετοιμότητα να αποδείξω το όνομα ή κάποια ιδιότητά μου σε κάποιο όργανο εξουσίας, κρατικής (όπως ο αστυνομικός) ή άλλης, ιδίως όταν αυτή η ετοιμότητα επιβάλλεται καταπιεστικά. Βρίσκομαι υπό το καθεστώς ενός αδίκως αιωρούμενου ελέγχου και μιας σκιώδους απαίτησης σε αχρεώστητη απολογία.

i. Από εδώ:
Σε μια πρωτοφανή και άκρως ρατσιστική ενέργεια η ΕΠΟ ζητούσε ταυτότητα για να πάρεις εισιτήριο. Και λέω ρατσιστική, αφού έπρεπε να είσαι (σύμφωνα με την ΕΠΟ...) Έλληνας πολίτης για να πάρεις εισιτήριο. [...] Αφήστε που είδαμε ρεπορτάζ γεμάτα «εθνική περηφάνια», όπου χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν υπομονετικά ώρες ατελείωτες για να πάρουν ένα εισιτήριο. Με την ταυτότητα στα δόντια, βεβαίως, βεβαίως...

ii. Από εδώ:
Ανεξάρτητος πολίτης δε σημαίνει υπεράνω κοινωνικής τάξης, απολίτικος ή κάτι παρόμοιο. Απλά δεν είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να κυκλοφορούμε με την κομματική μας ταυτότητα στα δόντια ανά πάσα στιγμή.

iii. Από εδώ:
Τι έγκλημα κατά της δημοκρατίας έχει κάνει και πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει τα πολιτικά του φρονήματα; Με ποια λογική πρέπει να περπατάει με την ταυτότητα στα δόντια κάθε φορά που γίνονται επεισόδια;

γ) Εκ του β. Σε ετοιμότητα γενικά, απέναντι σε απρόβλεπτες καταστάσεις, με διάθεση περιπέτειας.

Από εδώ:
- [...] Αν ναι, δώσε «γραμμή» μήπως πάμε παρέα!
- o.k. την ταυτότητα στα δόντια και όπου μας βγάλει , σκέπτομαι για Πέμπτη 4/12 απόγευμα.

2. Στην έκφραση "με το διαβατήριο στα δόντια"

Έτοιμος να εγκαταλείψω την χώρα, ιδίως για να διαφύγω τον κίνδυνο ή τις υποχρεώσεις που η παραμονή μου σε αυτή συνεπάγεται. Συνήθως συμβαδίζει με άτακτη εγκατάλειψη της έως τότε εθνικιστικής μου ρητορικής.

i. Από εδώ:
Αφού είναι όλα έτσι απλά πουλήστε τα όλα. Μετοχές, ομόλογα, ακίνητα (θα τα βρείτε τζάμπα αργότερα αν επαληθευτούν όλα αυτά) το διαβατήριο στα δόντια και δρόμο. Διακοπές διαρκείας.

ii.Από εδώ:
Μα τι καραγκιόζης είσαι ρε που θα μιλήσεις για προδότες ανιστόρητε βλακοηλίθιε στρατοκαύλε πανίβλακα που αν γινόταν κανένα τσαφ θα έφευγες εσύ και οι όμοιοί σου με τα σώβρακα και το διαβατήριο στα δόντια.

Η προέλευση της έκφρασης σαφής: σε καταστάσεις αναταραχών, πολέμων, προσφυγιάς και παρόμοιων καταστροφών, αρπάζεις με τα δυο σου χέρια ό,τι μπορείς, παιδιά, βαλίτσες κλπ και τρέχεις πανικόβλητος σε πρεσβείες, σε αεροδρόμια, σε συνοριακούς σταθμούς, μετά τα οποία ελπίζεις ότι θα βρεθείς σε ασφαλές περιβάλλον. Είναι τόση η βιασύνη και η ταραχή σου αλλά και τόσα πολλά τα σημεία ελέγχου που, ελλείψει ελεύθερων χεριών, το διαβατήριο το σφίγγεις αναγκαστικά στα δόντια, σε ετοιμότητα να το επιδείξεις σε οποιονδήποτε μπορεί να σε περάσει στην άλλη μεριά, γινόμενος έτσι ο σωτήρας σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.

Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.

Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.

Παραδείγματα:

Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.

Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.

Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.

Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.

Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:

Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.

Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...

Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.

Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...

- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.

κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09)κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09) (από xalikoutis, 10/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποκτώ διαρκές αγαθό με χαμηλή αξία μεταπώλησης.

- Έμαθες ο Αποστόλης, παντρεύτηκε ένα Saab!
- Έ τον παπάρα, όταν έρθει ή ώρα θα πρέπει να το σκοτώσει για να το διώξει!

(από Vrastaman, 21/09/10)(από electron, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πρώιμα βυζάκια εφήβων, αλλά σε δυσοίωνα καρουμπαλίδια στις πάντες σε λάστιχα αυτοκινήτων, μηχανών ή άλλων πουτσύλατων, που αναπτύσσονται λόγω φθοράς ή μετά από γερό γδάρσιμο σε πεζοδρόμιο.

Ο βουλκανιζάτωρ δεν την παλεύει την κατάσταση και ενδείκνυται άμεση αντικατάσταση λάστιχου προς αποφυγήν πολύνεκρου.

Ένα προβλημα που είχα ήταν ότι ένα μπροστινο λαστιχο στα 45000 πεταξε βυζι. Φταιει το οτι τα Michelin θεωρουνται μαλακα κ αν ανεβαινεις πεζοδρομια ισως πεταξουν βυζι; (από εδώ)

Κάποια στιγμή έκανα μια ταρζανιά και έπεσα με φόρα πάνω σε κράσπεδο-πεζοδρόμιο, το οποιο προεξείχε και το ανέβηκα λόγω που ο δρόμος ήταν πολύ ανηφορικός και δεν φαινόταν
Αποτέλεσμα να πετάξει το λάστιχο βυζί και να το αλλάξω.
(από εδώ)

Βυζάκια έξω λοιπον (από Vrastaman, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω σκαμπίλια, σημαίνει ότι οδηγώ τον κώλο της μηχανής διαδοχικά μία αριστερά και μία δεξιά, κρατώντας το τιμόνι (τη μούρη της μηχανής για την ακρίβεια) ίσια. Ως αποτέλεσμα, η κίνηση της μηχανής να θυμίζει την κίνηση του χεριού σε διαδοχικά χαστουκάκια.

Η καλλιτεχνική αυτή φιγούρα επιτυγχάνεται εύκολα με λίγο παραπάνω γκαζάκι στην αλλαγή των ταχυτήτων και με την βοήθεια του σώματος του αναβάτη. Βοηθούν βέβαια και οι δυνάμεις της φυσικής (φυγόκεντρος και κεντρομόλος).

Μετά την σούζα, τα σκαμπίλια αποτελούν τον δεύτερο πιο δημοφιλή καγκούρικο τρόπο επίδειξης, προς τέρψη αναβάτη και θεατών, και στο ψάρεμα καγκουρογκόμενας...

- Έχασες χθες Μητσάρα...
- Ως προς τι;
- Ένα τυπάκι χθες το βράδυ, στην παραλιακή... Ζωγράφιζε, κι εσύ έλειπες για να απαντήσεις.
- Για λέγε, για λέγε...
- Λοιπόν, κατά τις τέσσερις, σηκώνει το μηχανάκι από την πιτσαρία του Γιώργου, και το κατεβάζει έξω από την καφετέρια. Μιλάμε πήρε τη στροφή σούζα. Τι να σου λέω.
- Μπράβο, τι μωρό καβαλούσε;
- Ένα πριόνι μοταράκι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο γυρισμό πήγαινε σκαμπίλια όλη την διαδρομή, για να ξεμουδιάσει.... Μιλάμε τα φώτα δείχναν μια ανατολή μια δύση.
- Πρέπει μάλλον σήμερα να βγάλω το μωρό μου μια βόλτα, να τον φοβίσω λιγάκι.

(από Μάγιστρος, 13/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:

Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...

Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...

Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...

Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).

Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...

Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.

Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.

  1. Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)

  2. Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)

  3. Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!

  4. Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι τελειωμένοι auto-motάκηδες, την καύλα την λένε «στροφιλίκι», τον δε οργασμό φουρκέτα.

Στροφιλίκια αποκαλούνται οι ορεινές και απόκρημνες φιδίσιες διαδρομές. Η δε βασίλισσα του στροφιλικίου είναι η φουρκέτα: η στροφή 180 μοιρών που προκαλεί σε κάθε επιζήσαντα φλοκοπόταμους αδρεναλίνης.

Αατα.

  1. Γρεβενά-Χιονοδρομικό Βασιλίτσας-Κόνιτσα: Αυτή η διαδρομή ρε μάγκες θα μου μείνει αξέχαστη.Η ανάβαση στο Χιονοδρομικό είχε μια τέλεια άσφαλτο και στροφίλικι να σου πέφτουν τα χέρια. Φουρκέτες φουρκέτες φουρκέτες (ό,τι πρέπει για mottard).

(από εδώ)

  1. Στροφιλίκια και μάσα... Τι φαγητό πρέπει να αποτελεί το επιστέγασμα ενός στροφιλικιού;
  • Κρεατικό στα κάρβουνα με τα κλασικά συνοδευτικά (φέτα, πατάτες, τζατζίκι, χωριάτικη κλπ) ή, για το καλοκαίρι, ψαρικά/θαλασσινά: 83%
  • Ιταλική κουζίνα: 5%
  • Διεθνής κουζίνα ή nouvelle cuisine: 3%
  • Βρώμικα (καντίνες, φαστφουντάδικα της κακιάς ώρας): 3%
  • Μαγειρευτό (μουσακάς, μελιτζάνες, γεμιστά, κοκκινιστό...): 3%
  • Χάμπουργκερ από Goody's, McDonald's ή αντίστοιχα μαγαζιά: 2%
  • Γερμανική, σουηδική, γενικά κεντροευρωπαϊκή κουζίνα: 2%
  • Γαλλική κουζίνα: 0%
  • Ιαπωνική, κινέζικη, πολυνησιακή κ.α. εξωτικές κουζίνες ή fusion: 0%
  • Αγγλική κουζίνα (fish'n'chips, kidney pie, χοιρινό βραστό με σάλτσα μέντας - καημένο ζωντανό - κλπ, σερβιρισμένα με χλιαρή μπύρα): 0%

(Από εδώ)

Στροφιλίκια με φουρκέτες on the road to Πάπιγκο (από Vrastaman, 03/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία