Η σούπα, η σαβούρδα, η αγορά οικοπέδου: πρωτίστως για μηχανόβιους, και δευτερευόντως για πεζούς.

Εκ του τουμπάρω και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι.

1.
- καμικάζι γιαπωνέζος πέφτει,σαβουριάζεται αλλά δεν σπάει..
- πω ρε φιλε τουμπιδι!!!

2.
« Τα μηχανάκια φεύγουνε !» φωνάζω. Παρακολουθώ το σύνολο να τσουλάει ισορροπόντας για λίγο, ύστερα να μπρουμυτίζει και να αρχίζει τις τούμπες. Μιλάμε να μπιστάει, να ανεβαίνει μέχρι και δύο μέτρα ψηλά και να ξαναπέφτει και πάλι κουτρουβαλώντας συνέχεια !!! Σπίθες, θραύσματα από τα μηχανάκια,ένα απερίγραπτο κακό και μέσα σε απανωτά τουμπίδια το «κουβάρι» περνάει μέσα σε ένα σύνεφο σκόνης στο αντίθετο ρεύμα και από κεί στο χαντάκι!!! (Δεν είχε τότε διάζωμα στη μέση η εθνική)

3.
Τι τουμπίδι είναι αυτό που έφαγε η Κιμ Καρντάσιαν; [ΒΙΝΤΕΟ]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.

Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.

  1. Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)

  2. Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)

  3. Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέσιμο στο έδαφος από γλίστρημα ή παραπάτημα. Η έκφραση ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες 80 και 90, αλλά έχει αντικατασταθεί. Ετυμολογικά δεν υπάρχει γνωστή εξήγηση, αλλά περιέργως αποτυπώνει μάλλον εύστοχα την ατυχή εξέλιξη για τον παθόντα. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα τρώω και ενίοτε με το ρήμα παίρνω.

Έφαγε έναν μπίστο ο Φώντας, γάμησέ τα...

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.

-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!

Σάρα (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω. Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...

Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία