Λέγεται κυρίως στους κάγκουρες οδηγούς που σε προσπερνούν από τα δεξιά χωρίς φλας με 187 km/h στο κέντρο της πόλης. Και ας μην είναι κάγκουρες όμως είναι σίγουρα βλαμμένοι που θέλουν να δείξουν την καινούρια μπέμπα, βρίζουν κάθε γυναίκα οδηγό και κάνουν επικίνδυνα πράγματα. Δε φοβούνται μη φάνε τα μούτρα τους όμως γιατί έχουν μάθει να οδηγούν από τα πέντε τους, όταν ο θείος τους ανέβαζε στο τρακτέρ. Και μην αρνηθεί κανένας ότι δεν έχει δει ποτέ έστω ένα τέτοιο τύπο. Τέλος πάντων, η ατάκα αυτή λέγεται σε αυτούς τους γαμήκουλες της ασφάλτου σε στιγμές τεράστιου επιδειξιακού-καγκουρικού οργασμού για να καταλάβουν ότι δεν οδηγούν μονοί τους σε αυτή τη γη.

Ελπίζω να κάνατε το συνειρμό με τα άλογα του αυτοκίνητου, που είναι παρά πολλά και τέτοια. Όποιος δεν κατάλαβε είναι στόκος.

- Που πας ρε μαλάκα έτσι; Πρόσεχε μη σου φύγει κανένα άλογο!
- Άντε μωρή πατσαβούρα να πλύνεις κάνα πιάτο που θες να μου οδηγάς κιόλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα λεπτά τριχοειδή εξογκώματα - απολήξεις, που βρίσκονται πάνω στα καινούρια λάστιχα, αυτά που μόλις βγήκαν απ' το εργοστάσιο και δεν έχουν ακόμα πατήσει χώμα ή άσφαλτο (απάτητα).

Τα ακροφύσια του ελαστικού, στο πιο επιστημονικό. Τα ελαστικά χύνονται σε καλούπια, και οι τρίχες αντιστοιχούν στις οπές από όπου πέρασε (χύθηκε) το ρευστό καουτσούκ που κατόπιν στερεοποιήθηκε μέσα στο καλούπι.

Δεν έχουν καμιά πρακτική χρησιμότητα. Μετά από ελάχιστο διάστημα πατήματος του ελαστικού, αποκόπτονται.

Ο μόνος λόγος που ασχολούμαστε εδώ με τρίχες: η ύπαρξη των εν λόγω απολήξεων αποδεικνύει πως το πατούμενο είναι φρέσκο και απάτητο, προσφέροντας προφ άριστη πρόσφυση. Το αντίθετο ενός φρέσκου και δροσερού πατούμενου είναι το ξερό ή ξεραμένο (πολυκαιρισμένο) ή το φαγωμένο (για τους καυλοτίμονους που αρέσκονται σε σπινιαρίσματα, κοκαλώματα, πατικωλίδια και λοιπά ινδιάνικα κόλπα).

Κι αν το λαστιχάκι είναι καινούριο, τότε μάλλον και όλο το εργαλείο είναι όπως βγήκε από τη μαμά του, της κούτας.

- Καινούριο είναι φίλε το μηχανάκι, όπως το πήρα απ' την αντιπροσωπεία, με τις τρίχες, δε βλέπεις;

Ισοδύναμες εκφράσεις:

  • [i]Mε τις ζελατίνες,
  • Δεν έχω προλάβει ούτε να κλάσω στο κάθισμά του,
  • Παρθένα.[/i]
  1. Το να φερμάρεις αμάξι ή μηχανάκι με τις τρίχες, δλδ καινούριο, θεωρείται ύψιστη επιτυχία για τα κυκλώματα που κλέβουν οχήματα και εν συνεχεία τα εμπορεύονται, συνήθως υπό μορφή ανταλλακτικών.

  2. - Τα έμαθες για το Νικολάκη; Μόλις έχασε καινούριο Fazer, μια βδομάδα σκάρτη να το κράτησε. Του το βούτηξαν μέσα απ' το γκαράζ του σπιτιού του, έτσι, με τις τρίχες απ' τα λάστιχα απάνω...

(από johnblack, 06/10/09)(από Vrastaman, 06/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά λέξη μετάφραση του Αγγλικού «Eat my dust». Χρησιμοποιείται με διάθεση κυρίως πειρακτική ή περιπαικτική ή ως καυχησιολογία από κάποιον που προηγείται κατά πολύ των αντιπάλων του σε οποιοδήποτε ανταγωνιστικό παιχνίδι ή αγώνα.
Προέρχεται από κόντρες με μηχανές ή ανοιχτά αυτοκίνητα. Σε αυτή την περίπτωση, όποιος ή όποιοι έπονται αναγκαστικά θα πρέπει να περάσουν μέσα από το σύννεφο σκόνης που σηκώνει όποιος προηγείται, οπότε και θα εισπνεύσουν και θα καταπιούν αρκετή από τη σκόνη «του».

-Φάε τη σκόνη μου Αντρέα! Είμαι στον έβδομο γύρο της πίστας κι εσύ μόλις στον πέμπτο!

- Ο καλοπληρωμένος παίχτης Χ έφαγε τη σκόνη του πρωτοεμφανιζόμενου παίχτη Υ που σκόραρε πολύ περισσότερα καλάθια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που αγαπούν οι κάγκουρες, αυτοκινητάκηδες και μηχανόβιοι. Οι αιωνίως καυλοτίμονοι και καυλόγκαζοι, οι αμετανόητοι εραστές της γρήγορης και επικίνδυνης οδήγησης, της οδήγησης που φτάνει τόσο το εργαλείο όσο και τον πιλότο στα όριά τους...

Πάω κωλοπαντιέρα λοιπόν, σημαίνει πως αναπτύσσω υπερβολική ταχύτητα, πάω του σκοτωμού, πάω μαλλιά / μαλλιοκούβαρα / κουβάρια / πουτάνα / σπασμένος / με σπασμένο γκάζι / σανίδα / σανιδωμένος / φουλαριστός / κομμάτια / τέζα / του θανάτου. Κωλοπαντιέρα είναι η κωλοπηλάλα σε μηχανοκίνητα συμφραζόμενα.

Όπως έγινε αντιληπτό, η κωλοπαντιέρα δεν ταυτίζεται μόνο με τις υψηλές ταχύτητες και τα τελικιάσματα, που μπορούν υπό προϋποθέσεις να επιτευχθούν και υπό ασφαλείς συνθήκες. Η κωλοπαντιέρα είναι γενικότερα η επικίνδυνη, ινδιάνικη, πολεμική και στα όρια οδήγηση, όπου συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχει αύριο. Επιβάλλεται να είσαι μάχιμο τιμόνι για να πηγαίνεις κωλοπαντιέρα, αλλιώς παίζει να κλαίει μετά η μάνα σου πάνω από κάνα μνήμα...

Προέλευση όρου. Η λέξη είναι σύνθετη, εκ:

α) του προθέματος κωλο-, που εν προκειμένω λειτουργεί καθαρά επιτατικά, βλ. π.χ. κωλοφτιαγμένο = το υπερ-φτιαγμένο ή κωλολέει = τα σπάει, είναι καύλα. Το κωλο- προσθέτει μια νότα ελαφρότητας, ευτραπελίας και παραλογισμού. Δεν δηλώνεται καταγωγή, όπως π.χ. στο κωλόπαιδο = το παιδί που συνελήφθη απ' τον κώλο ή που γεννήθηκε απ' τον κώλο.

β) του ουσιαστικού παντιέρα, που προέρχεται από το ιταλικό bandiera και αρχικά σήμαινε το στράτευμα. Αργότερα η σημασία μετακύλισε από το στράτευμα στην σημαία του στρατεύματος, για να καταλήξει στην σημαία γενικώς (μπαϊράκι, φλάμπουρο). Το ύψωμα της σημαίας ήταν και είναι πράξη συμβολική. Σηκώνω παντιέρα σημαίνει εξεγείρομαι, επαναστατώ. Ο όρος διαθέτει, σε κάθε σχεδόν χρήση του, συνδηλώσεις αγωνιστικές / πολεμικές / μαχιμότητας. Συνεκδοχικά, παντιέρα είναι η κάθε είδους εκστρατεία / κινητοποίηση / στράτευση, ακόμη και η απεργία. Ήταν απλά θέμα χρόνου να μεταφυτευθεί σε καγκουριάρικα, καυλόγκαζα περιβάλλοντα...

Δέον, τέλος, όπως μη συγχέεται η κωλοπαντιέρα με τα κωλοπάντιλα και λοιπά παντιλίκια / παντιλικώματα. Μια καλή κωλοπαντιέρα ασφαλώς και συμπεριλαμβάνει τέτοια κόλπα, είναι όμως, όπως είπαμε, ευρύτερη έννοια. Η σύγχυση προκαλείται από το ομόηχον παντιέρας και (μ)πάντας.

  1. (στο τηλέφωνο)
    — Έλα βρε μαλάκα, τόση ώρα σε παίρνω, που στο διάλο είσαι;
    — Χέσε με τώρα! Είμαι Αττική Οδό και πηγαίνω κωλοπαντιέρα, τα λεμέ αργότερα!

  2. (διάλογος μηχανόβιων, ένας με στρογγυλοφάναρο, ο άλλος με KTM Δούκα)
    — Ρε φίλε, ψήνεσαι να τραβηχτούμε με τα μηχανάκια καμιά παραλία την Κυριακή; Αφού εσύ πας ούτως ή άλλως...
    — Κοίτα, για να μη σου λέω τώρα αρκούδες και δικαιολογίες του κώλου... Θα τραβηχτώ, αλλά θα 'χω και το Βικάκι μαζί, που γουστάρει να πηγαίνω κωλοπαντιέρα. Καυλώνει άσχημα το μωρό μου έτσι...

  3. — Θυμάσαι το Φάνη με το ερπετό το Punto; Που ανεβοκατέβαινε κωλοπαντιέρα τη Βουλιαγμένης τα παρασκευοσάββατα; — Ναι, τι;
    — Να, απλά αν περνάς από κει, στο ύψος της Ηλιούπολης θα δεις ένα απ' αυτά τα μικρά εκκλησάκια με το καντηλάκι, φρέσκο-φρέσκο. Δικό του είναι...

Βάλαμε φωτιά στα φρένα (από Khan, 20/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.

Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.

Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.

Παραδείγματα:

Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.

Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.

Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.

Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.

Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:

Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.

Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...

Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.

Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...

- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.

κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09)κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09) (από xalikoutis, 10/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πρώιμα βυζάκια εφήβων, αλλά σε δυσοίωνα καρουμπαλίδια στις πάντες σε λάστιχα αυτοκινήτων, μηχανών ή άλλων πουτσύλατων, που αναπτύσσονται λόγω φθοράς ή μετά από γερό γδάρσιμο σε πεζοδρόμιο.

Ο βουλκανιζάτωρ δεν την παλεύει την κατάσταση και ενδείκνυται άμεση αντικατάσταση λάστιχου προς αποφυγήν πολύνεκρου.

Ένα προβλημα που είχα ήταν ότι ένα μπροστινο λαστιχο στα 45000 πεταξε βυζι. Φταιει το οτι τα Michelin θεωρουνται μαλακα κ αν ανεβαινεις πεζοδρομια ισως πεταξουν βυζι; (από εδώ)

Κάποια στιγμή έκανα μια ταρζανιά και έπεσα με φόρα πάνω σε κράσπεδο-πεζοδρόμιο, το οποιο προεξείχε και το ανέβηκα λόγω που ο δρόμος ήταν πολύ ανηφορικός και δεν φαινόταν
Αποτέλεσμα να πετάξει το λάστιχο βυζί και να το αλλάξω.
(από εδώ)

Βυζάκια έξω λοιπον (από Vrastaman, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία