Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκφραστική ρίμα για νεαρούς κάγκουρες που φλερτάρουν πεζές εποχούμενοι σε παπάκι. Η έκφραση περιγράφει παντός είδους μικροεπαρχιωτικές καταστάσεις (των Αθηνέζων συμπεριλαμβανομένων) και βγάζει μια ασύστολη εϊτίλα, όταν ο Ψάλτης ήταν τσαντάκιας κι ο Γαρδέλης έκανε ρόδα, τσάντα και κοπάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και θετικά γα τον άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω παρά την ευτέλεια των μέσων του.

Ώπα, καμάκι με παπάκι ο καγκουρογαμόσαυρος!

(από Khan, 10/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία