βαριόμουνα, αναρωτιόμουνα

Λολοπαίγνια με τα ρ. βαριέμαι, αναρωτιέμαι στον παρατατικό και την κατάληξή τους, -μουνα.
Βασικό μοτίβο είναι το:

-Βαριόμουνα
-Ελαφρόπουτσες
-Αρνιόμουνα
-Τραγόπουτσες. καληνυχταμουκαικαλαμου40μπαςκαιησυχασετε

το αντίθετο του βαριόμουνα από δω.
Ο τόνος μπορεί να είναι και στην παραλήγουσα (παράδειγμα 2).

  1. Η όμορφη χοντρή που βαριέται λέγεται βαριόμουνα (εδώ)

  2. Βαριοπούλα και Βαριομούνα (εδώ)

  3. - Το αντίθετο του ασετόν είναι πιασετήν
    - το αντιθετο του αναρωτιομουνα ειναι επιβεβαιωπουτσες?
    - Του ... βαριόμουνα όμως?... Ελαφρόπουτσ@ς. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.

Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.

  1. Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.

  2. Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.

I\'m gonna get medieval on your ass (από Vrastaman, 14/08/10)(από Khan, 28/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ρυθμός 3/4. Κατά το σου-τιέν, εκ-μέκ, κλπ.

- (πούτσα-τσα, πούτσα-τσα), χμμ, ωραίο κομματάκι αυτό, τι είναι;
- Ο Γαλάζιος Δούναβης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το πλακομούνι ή ακριβέστερα ο πλακομουνισμός είναι η επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσαν οι αδελφοί Αλεξάντερ και Βλαντιμίρ Πλακομούνιν.

Οι πλακομουνιστές διαφοροποιούνται από τους λενινιστές, τροτσκιστές και σταλινικούς. Κύρια εστία των διαφωνιών τους είναι η αντίληψή τους για την πλακομουνιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο των Λένιν κα Στάλιν.

Στο πλακομουνιστικό κίνημα σήμερα προβάλλεται, από ορισμένα τμήματά του, η αναγκαιότητα της πλακομουνιστικής επαναθεμελίωσης, η οποία προκύπτει κυρίως από τον τραγικό εκφυλισμό -από πολύ νωρίς- των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού και την μετατροπή τους σε ταξικά / εκμεταλλευτικά καθεστώτα, στο όνομα του πλακομουνισμού, αλλά και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον καπιταλισμό.

Ο Τσίπρας; Κομούνι. Η Παπαρήγα; Κομούνι. Και οι δυο τους; Πλακομούνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αλλιώς ο πούστης. Για όσους προτιμούν να λένε: «Η ώρα πήγε ένδεκα».

Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά.
Μόνο μια φωνή ηκούσθη:
Βρε τον πούσθη! Βρε τον πούσθη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ψωλάρει, που τον παίζει, που μαλακίζεται. Που τεμπελιάζει, που αποφεύγει τις δουλειές που του έχουν ανατεθεί, που κόβει χαλβά. Και που το κάνει με μαεστρία, αφοσίωση και συνέπεια, με τέχνη και τεχνική, σαν ένας πραγματικός σολίστας.

Χαρακτηριστικά φανταρίστικη λέξη. Δεν συγχέεται με την ψολίστ. Γράφεται με -ω-.

  1. Από εδώ:

- Αν εννοεις να δουλευω εσενα, πολυ ευχαριστως!!! Αντρα θελω, οχι μια χαρωπη νοικοκυρα!!!!
- αμα θες αντρα κουβαλητη χτυπησες λαθος πορτα...ειμαι επαγγελματιας ψωλιστας ηδονιστης...

  1. Από εδώ:

Δεν υπάρχει μεγαλυτερη παπατζα απο το να σε αναγκάζουν να αναλάβεις διαχειριστής σε μια πολυκατοικία. Φανταστείτε μια πολυκατοικία 25 διαμερισμάτων εκ των οποίων στα 15 να ζουν ψωλιστες και μόλις έρχεται η δυσκολη στιγμη να υποχρεωνουν κάποιον με δεκάδες υποχρεωσεις να αναλάβει επειδή και καλά ηρθε η σειρά του...

  1. Από εδώ:

Λοιπον,ψωλιστες και λοιπες αδελφες του ελεους,απο οτι ειδα οντως ο καιρος μαλλον θα ειναι καλος οποτε κανονιστε να ειστε στην ωρα σας την Κυριακη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συντομογραφία του πουτανίτσα...

Αναφέρεται κυρίως για μια γυναίκα ανάλογου ήθους, όταν ο χώρος και η συγκεκριμένη στιγμή δεν προσφέρονται για ολόκληρη τη λέξη...

- Ρε συ, έμαθες ότι παντρεύτηκε η Γωγώ;
- Ποια;;;... Η Γωγώ;;;;... Απίστευτο!!!... Αυτή ήταν η πρώτη νίτσα του σχολείου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία