Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.

- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

- Παίδες ψήνεστε για συναυλία Τζάστιν Μπίμπερ;
- Ναιιι, μουνοκαλύβα που θά' ναι!

(από Vrastaman, 28/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση έντονα προσβλητική. Πρωτοεμφανίστηκε στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και γρήγορα έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για να περιγράψουν την έντονη παρουσία γυναικείου, πολλά υποσχόμενου πληθυσμού.

- Μαλάκες, πήγατε στο πάρτυ της Φωφώς;; - Ναι, ρε φίλε!! Τόσες γκόμενες μαζεμένες... του μουνιού το πανηγύρι!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία