Επιπλέον ετικέτες

λουμπινιά, λουμπινιάρης

Λουμπινιά αποκαλείται η υπούλη και άνανδρη πράξη.

Όπως μας πληροφορεί ο αδικοχαμένος από το σάη Αἴας τῶν Ἀθηνῶν, η λουμπινιά σχετίζεται με την λουμπίνα αλλά μεταφορικά, χωρίς σεχσουαλικά υπο-νοούμενα. Όπως η πουστιά, ένα πράμα:

- Το φόρουμ esoterica δεν με ενδιαφέρει σαν θεματολογία και αποχωρώ. Δεν θα ξανασυμετάσχω και άμα δείτε το νίκ βριλ ή κάποιον που παριστάνει ότι είμαι εγώ, να ξέρετε ότι είναι λουμπινιά (εδώ)

- Ο Βενιζέλος άδειασε τον Παπακωνσταντίνου. Τι είναι αυτά, ρε; Έκανε τη λουμπινιά με την πασίγνωστη αυτή κωλοϊστορία της λίστας Λαγκάρντ ο πρώην υπουργός οικονομικών και ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έβγαλε στη σέντρα. Οπότε καθαρίσαμε. Τι είναι αυτά, ρε; (εκεί)

- Μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω και να με συγχωρείτε για την παρέμβαση, το νόμισμα που έχει στα χέρια του ο Αυστραλός είναι το ίδιο που θα αγόραζε ο Σωτήρης από από τον Βασίλη. Ας δεχτούμε ότι ο Αυστραλός έχει κάνει την λουμπινιά, αυτό (το νόμισμα δηλαδή που θα αγόραζε ο Σωτήρης) πως βρέθηκε στα χέρια του Αυστραλού? (παραπέρα)

Ωσεκτουτού, λουμπινιάρης αποκαλείται όστις πράττει λουμπινιές:

- Και, ξέρεις δα τώρα εσύ γραμματισμένε ελληνιστά, η κατάληξις "-άρης" έχει ταιριαστά συνυποδηλούμενα: βρομιάρης, ψωριάρης, αρρωστιάρης, κλανιάρης, σκατιάρης, αρκουδιάρης, λουμπινιάρης. Φαίνεται ότι για κάποια απ' αυτά διώκεται ο Κάσιδος, γιατί και το ύφος του δείχνει σαν να έχει μόλις εκτονώσει κάποια σωματική ανάγκη, ελπίζω όχι επάνω του (εκεί)

- Ο κλαρινογαμπρόςε ίναι ύπουλος και τσάτσος. Δε φταίει όμως αυτός για την κατάντια του, απλά τυχαίνει να είναι λίγο παραπάνω λιγούρης και λουμπινιάρης από το μέσο πολίτη. Η επιθυμία του να κόψει τη μαλακία και να αρχίσει το σεξ είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς του (εδώ)

- ΕΓΩ ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ που δυστυχώς έχει αποδείξει ότι είναι: 1) υποτελής 2) Λουμπινιάρης 3) Κρυψίνους 4) Φοβισμένος 5)Άνθρωπος των υπόγειων διαδρομών 6) Ποτέ μπροστάρης, υπεύθυνος, ικανός να προβάλει την ταυτότητα του στην κοινωνία. Άνθρωπος φερέφωνο του κάθε τυχάρπαστου και αχεράνθρωπος του κάθε κουμανταδόρου, απόδειξη αυτού ότι κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από ένα κόμμα, πίσω από κάποιους ανθρώπους (παραπέρα)

Συνώνυμα: μπιν(εδ)ιά, μπινεδιάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.

''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος μικράς αξίας που κοροϊδεύει την κοινωνία, διατελεί χαζά καθήκοντα αλλά νομίζει ότι είναι αξιόλογος, ανοίγει το στόμα του και πετάει χοντράδες.

Συνών. καρπαζοεισπράκτορας, πορδοβούλωμα, Αλέκος Τζανεττάκος.

Η προέλευση είναι άγνωστη, ίσως από τη λειτουργία των ομώνυμων συσκευών, ίσως υπάρχει και σεξουαλική χρήση.

- Γουστάρω σπέσιαλ ελληνικά απόψε. Πάμε σε κανά Ζυγό ή τίποτα Μούσες;
- Σιγά τα ψαγμένα καταστήματα ρε. Έκανες πολλή ώρα να τα σκεφτείς;
- Βρε, βρε συ υγραντήρα, εσύ ούτε απ' έξω δεν έχεις περάσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη: τσουλί + ξεμπούρδελο.

Τέτοιο τσούρδελο που είναι δεν μου κάνει εντύπωση που πηδιέται μόνο με λεφτάδες και φοράει φούστα μέχρι τον αφαλό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε