γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ισπανικά και κλαρίνο, δηλαδή, βυζομαλακία και τσιμπούκι, είναι το δίπτυχο μόρφωσης και καλλιέργειας των θηλέων νέας κοπής που βρίσκεται στον αντίποδα του «γαλλικά και πιάνο» (ενώ είναι συνώνυμο του σλανγκοπολιτογραφημένου ειρωνικού με γαλλικά και πιάνο). Στα διαδίχτυα η φράση κυκλοφοράει κυρίως σε συμφραζούμενα μιζερομίζερων ανδρών που ξιφουκλούν επειδή τα καλά κορίτσια όταν μεγαλώσουν εξελίσσονται εις πουτάνας.

Αυτό που μου αρέσει στην έκφραση είναι ότι ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα σεξουαλικά νοήματα μια χαρά στέκει ως περιγραφή ενός λατέρνατιβ λαϊφο-στάιλ.

- Αυτή μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο αλλά με το που πήγε φοιτήτρια το γύρισε σε ισπανικά και κλαρίνο. - Θες να πεις ότι όταν πέρασε Γιάννενα ανακάλυψε την ηπειρώτικη ρίζα μέσα της, αλλά πήγε εράσμους για να βελτιώσει τη γλώσσα;

(από Khan, 01/03/14)

Διάπλαση των παίδων: αργκό και τουμπερλέκι, γαλλικά και πιάνο, ισπανικά και κλαρίνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».

Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επουστήθιος, (φίλος συνήθως), είναι ένα λογοπαίγνιο, αφού προκύπτει από την τροποποίηση της λέξης επιστήθιος, προσδίδοντας την εντελώς αντίθετη σημασία. Ο επουστήθιος, είναι ο άσπονδος φίλος, ο διπρόσωπος, εκείνος που προσποιείται την φιλία, ενώ μαχαιρώνει τον άλλο πισώπλατα. Χαρακτηριστική έκφραση: «μου 'παιξε πουστιά». Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ ανδρών και συνοδεύεται από ειρωνικό τόνο. Συντίθενται από τις λέξεις: πούστης, φίλος (στην προκειμένη πούστης είναι ο διπρόσωπος).

Ωραίος φίλος είσαι μαλάκα... επουστήθιος με τα όλα σου. Μόλις είδες το γκομενάκι που γουστάρω, αμέσως να της την πέσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο απεόφοβος στον υπερθετικό του! Ο λάτρης!

- Πού είναι ο Λάκης μωρή;
- Στις αντρικές τουαλέτες με 4 φαντάρους... είχε σκατάθλιψη τελευταία ο πεοσεβούμενος και ξεδίνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά προς τον κυρίως ορισμό του Βικαρίου («πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση»), λέγεται και ως μειωτικός - υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, η οποία και καλούα επικεντρώνει υπερβολικά την προσοχή της στο πέος του άντρα (σαν να ήταν κακό αυτό) και γίνεται έτσι ζητιάνα της πούτσας.

Στα λίγα γουγλικά ευρήματα έχει κυρίως αυτόν τον χαρακτήρα ύβρης προς γυναίκα η οποία θεωρείται ως ψωλοζητιάνα. Θεωρώ όμως ότι μπορεί ο όρος να συνδεθεί με το χαμηλοβλεπούσα, του οποίου αποτελεί προφανή τροπή. Σε αυτήν την περίπτωση, περιγράφεται ένας καθ' όλα υπαρκτός εν Ελλάδι (και όχι μόνο) γυναικότυπος, όπου μια γυναίκα αναλαμβάνει ένα προσωπείο συντηρητικής που ακολουθεί τις παραδοσιακές επιταγές και νόρμες της κενωνίας, ενώ κατ' ουσία είναι απολύτως επικεντρωμένη στο συμφέρον της και υπό την στενή έννοια και υπό την ευρεία.

Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια ταπεινόσχημη κορασίδα, η οποία κοιτάζει προς τα κάτω και καλά από σεμνότητα, ενώ ο πραγματικός λόγος είναι ότι περιεργάζεται τα προσόντα επίδοξου συντρόφου της.

Μεταφορικώς, εννοούμε μια γυναίκα που υπό τον μανδύα ενός παραδοσιακού κομιλφό στοχεύει στα καίρια με μια κάπως χυδαία μονοτροπία, και φέρεται έτσι ως σιγανοπαπαδιά ή θεούσα στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι.

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΠΙΠΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΧΑΜΗΛΟΒΛΕΠΟΥΤΣΑ!!!! ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΜΑΝΕΚΕΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ ΡΕ ...

  2. πανε πλυνε κανα πιάτο που μου θες και πολιτικεσ ειδησεις με κεφαλαια...υστέρω ...μισοτρελλη...χαμηλοβλεπουτσα!!!

  3. χθες γαμουσα τη χαμηλοβλεπουτσα κακογαμημενη μανα σου και της ελεγα ποσο την αγαπαω τη παλιοσκυλα

(Όλα από ανθυγιεινά σάιτ για ενήλικες στο Διαδίκτυο)

(από Khan, 04/02/13)Χαμηλοβλεπούσα Lady Gaga (από Khan, 18/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναγραμματισμένος ο όρος μουνάκι μεταξύ ανδρών με την φιλική έννοια του μπαγασάκου. Μουνάικ είναι ο μπαγασάκος που κατάφερε να «καρφώσει» το πιπίνι, αλλά φόραγε νάικ και όχι στράικ (φοράει στράικ και καρφώνει, που λέγαμε οι παλιάνθρωποι παλιά).

Προήλθε από αναγραμματισμό κατά το τσάτ με το φίλο Zakk Κάλαντα.

Zakk: μουνάικ, και μου το έπαιζες ερωτευμένος και δεν κοιτάω άλλη, αλλά το κάρφωσες το μινιόν εχτές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η γυναίκα που το παίζει γκομενάρα χωρίς όμως να είναι. Επίσης, συναντάται και στο θηλυκό: η φαινομούνα.

- Ρε μαλάκα κοίτα αυτή εκεί! Ποια νομίζει ότι είναι;
- Έλα μωρέ με το φαινόμουνο... Το παίζει γκομενάρα ενώ δε βλέπεται!

(από HardcoreGR, 29/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία