Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που ακούγεται σε τσακωμούς μεταξύ πιτσιρικάδων του δημοτικού. Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε προσβόλες του τύπου «να το βάλεις στον κώλο σου». Στόχος της είναι να προσβάλει τον αντίπαλο, θίγοντας το εύρος του πισινού του. Προκαλεί αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί σε λογομαχία στην οποία ο δέκτης της προσβόλας αυτής πρέπει να απαντήσει με κάτι ανάλογο και η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι ένας από τους εμπλεκόμενους να μην μπορεί να βρει κάτι να πει ως απάντηση. Το πιτσιρίκι που θα πει την τελευταία ατάκα κερδίζει τη λογομαχία και δαφνοστεφανώνεται, κερδίζοντας το σπεκ των υπολοίπων. Άλλες ατάκες του είδους:

«Στο δικό μου κάνει μπλουμ, στο δικό σου τσοκομπλουμ»
«Στο δικό μου κάνει τράκα, στο δικό σου τρικιτράκα»
«Στο δικό μου κάνει Λουκ, στο δικό σου Λούκυ Λουκ»
«Στο δικό μου κάνει φλέσσα, στο δικό σου Παπαφλέσσα»

Περαιτέρω προσθήκες στη λίστα αυτή είναι ευπρόσδεκτες.

- Γιωργάκη, δώσε πίσω το πλεϊμομπίλ μου!
- Θα σ'το δώσω να το βάλεις στον κώλο σου!
- Στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει!

Βλ. και στον δικό μου, γειώσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ώς γνωστόν η Μέκκα των απανταχού λεσβιών του πλανήτη είναι η γραφική Λέσβος, πατρίδα της πρώτης διδάξασας Σαπφούς. Ωσεκτουτού, χειμώνα-καλοκαίρι η Ερεσσός και οι γύρω περιοχές γεμίζουν από νταβραντισμένες λεσβίες τουρίστριες- προσκηνύτριες.

Μαζί με τα Ζαγοροχώρια, τα Μανιατοχώρια και άλλες θρυλικές περιοχές, τα Τζιβιτζιλοχώρια τοποθετούνται στο πάνθεον των τουριστικών προορισμών, ως παράδεισος των λεσβιών. Φυσικά, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από αυθεντικούς λέσβιους, να τονίσουμε οτι τα Τζιβιτζιλοχώρια είναι ου-τοπικά και η χρήση της λέξης μεταφορική.

- Άσε, δικέ μου, λέω φέτος να χτυπήσω μια Ίμπιζα. Τίγκα στα μουνάκια και στους γυμνιστές. Απελευθερωμένα πράγματα...
- Άμα ψάχνεις για απελευθερωμένα πράγματα, δεν χρειάζεται να πας μακριά: πήγαινε στα ξακουστά Τζιβιτζιλοχώρια Λέσβου. Μουνί να δεί το μάτι σου...

Live your myth in Τζιβιτζιλοχώρια. (Μυδασίστ: Βράσταμαν). (από Khan, 04/08/11)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

- Παίδες ψήνεστε για συναυλία Τζάστιν Μπίμπερ;
- Ναιιι, μουνοκαλύβα που θά' ναι!

(από Vrastaman, 28/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνθηματική μπουδελοσλάνγκ του επίσης συνθηματικού «σερβίρει φραπέ».

Τα ευαγή ιδρύματα που σερβίρουν καφέ αποκαλούνται φραπενεία ή φραπενέδες, οι δε λειτουργοί τους φραπεδιάρες. Τα είδη φραπέ που σερβίρονται ποικίλουν: με καλαμάκι, φραπόγαλο, μακιάτο, ποδοφραπέ, με μπριζόλα, κ.ταλ. Όσα δεν σερβίρουν αποκαλούνται ντεφραπεϊνέ, και οι επίμονοι θαμώνες τρώνε πόρτα λόγω αφραπάζ, θεωρούμενοι personae non frappa.

Μια σύντομη ιστορία του σερβιρίσματος καφέ.

Ανασεισίφαλλαι πρόσφεραν νηφοκοκκόζωμο σε πορνοκόπους ευφραπαίδες από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Το σερβίρισμα καφέ per se (πέρα από τα πλαίσια των εργασιών του αρχαιότερου επαγγέλματος) παραδόξως ξεκίνησε στα εβδομήνταζ από μέντιουμ που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους σε περιοδικά όπως ο Θησαυρός, η Βεντέτα και το Ρομάντζο (βλ. εδώ). Επρόκειτο για πρόδρομους των μασατζίδικων, που πήραν πανηγυρικά την σκυτάλη στα ογδόνταζ.

Στα ενενήνταζ, πολλά στριπτιζάδικα μετουσιώθηκαν σε φραπεδομάγαζα, όπου ο καφές έρεε άφθονος σαν καμπανίτης οίνος. Η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων επηρέασε την βιοποικιλότητα των Flocafe με την κάθοδο δίμετρων ουκρανάιζερ κ.α. ειδών φραπόμουνων.

Το paradigm shift κλιμακώθηκε περαιτέρω με την παγκοσμιοποίηση, και ο σημερινός φραπεδοκράτορας έχει to embarras du choix να φραπεδιάζεται πίνοντας καφέ από όλες τις ηπείρους και στη συνέχεια να καταγράφει τις εμπειρίες του και να ανταλλάσσει φραπεδοκουβέντες σε σχετικές ιστιοσελίδες.

[img]http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f4/Cafe_bombon2.jpg/220px-Cafe_bombon2.jpg[/img]

Σ.ς.: αφιερώνεται σε όλους τους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ: στον χαμένο ποιητή Γιάννη Μίχα που ανέβασε το πρώτο φραπελήμμα (φραπεδιά) σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια καθώς και στους άξιους συναγωνιστές Dirty Khank, Gatzman, ΜΧΣ, electron, Αλλιβέ, κ.α. Liberté, égalité, frappernité!

1. Φιλε megousta καλη η nova αλλα μεχρι εκει. δεν σερβιρει καφε, σε μενα τουλαχιστον, αν και την εχω παρει αρκετες φορες για χορο στο παταρι

2. Εχει παρει χορο κανεις μια κατερινα ελληνιδα πιτσιρικα; μου φανηκε πολυ εκφυλο...Moυρλή κεφαλλονίτισσα... Έκφυλη, βρωμόστομη, και απολύτως ελεύθερα πιασίματα στο πριβέ... σεξ σοου κανονικό (είπαμε: δε σερβίρει καφέ το κατάστημα)

3. Ο χορός στη πίστα ένα ατελείτο ζάλισμα του στύλου που μάλλον γέλιο προκαλεί μερικές φορές. Τελική κατάληξης στα χέρια της εργάτριας Λουίζας που σερβίρει τον καφέ με μπόλικο αφρό κατά της 6 και αναχώρησης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην κυριολεκτική του σημασία το «χάνι (πανδοχείο) του κώλου», δηλαδή το μπουρδέλο με τραβεστί που θέλουν δεν θέλουν, κώλο έχουν, κώλο δίνουν!

(από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, «και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου»)
«Πηγαίναμε για το μπάνιο μας στο Φάληρο της Πάτρας, βόλτα στα Ψηλά Αλώνια και βέβαια τι θα κάναμε, πάντα σε κάνα μπουρδέλο καταλήγαμε.
Κυρίως στης Μπέτυς, στης Μπέτυς το μπουρδέλο. Ωραίο μπουρδέλο, είχε καμιά δεκαριά κοπέλες μέσα, αφρόκρεμα. Εκεί είχα μάθει ότι η Πάτρα διατηρούσε 17 κωλοχανεία, δηλαδή σπίτια με τραβεστί, αλλά εμάς δεν μας ενδιέφεραν αυτά και έτσι δεν το επιβεβαιώσαμε, να δούμε αν ισχύει.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία