1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.

Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.

  1. - Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
    - Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
    - Τώρα σώθηκες...

  2. - Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
    - Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...

  3. - Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
    - Μπουρδελιάρη...!

Δες και κερχανατζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που μπαινοβγαίνει στα μπουρδέλα χωρίς τελικά να πηδάει.

Όλη τη Φυλής και το Μεταξουργείο πήραμε τσάρκα και ακόμα να γαμήσει ο μπουρδελοξεπόρτης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, είναι το γλειφοκώλι. Βέβαια ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την πρωκτολειχία, γιατί το 6 θα έπρεπε να είναι ανεστραμμένο.

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι αυτός του Βράσταμαν. Όμως, με λίγη φαντασία, οι μπουρδελιάρηδες επιμένουν ότι μπορεί το γλειφοκώλι να χαρακτηριστεί «στάση 96» αντιστρόφως προς το «στάση 69».

Βλ. σχόλια Χάνκι.

Έκανε 69 και μετά 96. Μιλάμε για κοπέλα τελειωμένη!

Σταθμός 96: Από μπρος virgin, από πίσω... (από Hank, 06/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιστωτική κάρτα που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις έλλειψης μετρητών στη διάρκεια εξόδου-επίσκεψης σε στριπτητζάδικο ή και οίκο ανοχής.

Σύνηθες φαινόμενα είναι η υπέρβαση του πιστωτικού ορίου κατά την αποχώρηση και η παντόφλα από το έτερο ήμισυ άμα τη εμφανίσει του επόμενου λογαριασμού. Φυλάσσεται συχνά σε σκιερά και δροσερά μέρη.

-Ρε συ Μικέ, πώς θα πάμε Baby Gold ρε, δεν έχω μία!!!
-Μην ανησυχείς, έχω φυλάξει μία βύζα card ειδικά για σήμερα, ετοιμάσου!!!!
-Μααα.... δεν στις είχε πετάξει όλες η Ποπάρα;;
-Την είχα κρύψει κάτω από το στρώμα....χε χε....

και σέξι άτοκες δόσεις... (από BuBis, 21/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουρδέλο.

-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην κυριολεκτική του σημασία το «χάνι (πανδοχείο) του κώλου», δηλαδή το μπουρδέλο με τραβεστί που θέλουν δεν θέλουν, κώλο έχουν, κώλο δίνουν!

(από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, «και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου»)
«Πηγαίναμε για το μπάνιο μας στο Φάληρο της Πάτρας, βόλτα στα Ψηλά Αλώνια και βέβαια τι θα κάναμε, πάντα σε κάνα μπουρδέλο καταλήγαμε.
Κυρίως στης Μπέτυς, στης Μπέτυς το μπουρδέλο. Ωραίο μπουρδέλο, είχε καμιά δεκαριά κοπέλες μέσα, αφρόκρεμα. Εκεί είχα μάθει ότι η Πάτρα διατηρούσε 17 κωλοχανεία, δηλαδή σπίτια με τραβεστί, αλλά εμάς δεν μας ενδιέφεραν αυτά και έτσι δεν το επιβεβαιώσαμε, να δούμε αν ισχύει.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται και ξερόπουτσα. Πρόκειται για τη συνουσία -συνήθως σύντομη- που περιλαμβάνει μόνο πούτσα σε μουνί (άντε και σε κώλο, σπανιότερα), χωρίς προκαταρκτικά. Ούτε πίπες, ούτε γλειφομούνια, ούτε δαγκωνιές, ούτε τίποτα... Για τους βιτρινιάρηδες, το κλασικό γαμησάκι του μπουρδέλου.

Εγώ, φίλε, δεν γουστάρω ξερόπουτσες. Θέλω το γλειφομούνι μου, θέλω πρόστυχα λογάκια στ' αφτάκι κ.λπ. Κατάλαβες, μανάρι μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).

Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)

- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία