Επιπλέον ετικέτες

Επίσης «μπριζόλα», «μπριτζόλα» ή «μπριζολίδιο» σημαίνει η μπριζολοειδής, αλλά δυσάρεστη μυρωδιά που αναδύεται κατά τη καύση τιγρέ σπορακίων κάναβης, που έχουν παραπέσει στο «γάρο» ή «μπάφο» ή «κανόνια» κατά το στρίψιμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες (βροχές, πάρκα, σκοτάδι, σε εξωτερικούς χώρους κ.λ.π.)

-Άντε γεια μας και οι μπάτσοι μακριά μας.
-Πω ρε μαν τι μπριζόλα είναι αυτήηη μύρισε τ' αμάξι!

Προφανώς (;) η κομμέ εκδοχή. (από xalikoutis, 26/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...

Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).

Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.

Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.

Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...

- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...

(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των Τσικνοπέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή με λίγο από Κυριακή του Πάσχα. Ήθος και έθιμο αντιεξουσιαστών, οι οποίοι σουβλίζουν αρνί και τρώνε τα λοιπά κρεατικά, λ.χ. κοκορέτσια κ.τ.ό., όχι την Κυριακή του Πάσχα μετά την Σαρακοστή ή την Τσικνοπέμπτη πριν, αλλά κατά την Μεγάλη Παρασκευή που αποτελεί την μεγαλύτερη νηστεία στην χριστιανική παράδοση. Προφ θέλουν να αποδομήσουν έτσι την διάκριση νηστίσιμου και αρτύσιμου, την οποία αντιλαμβάνονται ως καθεστωτική. Η Τσικνοπαρασκευή γιορτάζεται δίκην λαϊκού πανηγυριού σε αντιεξουσιαστικούς χώρους πέριξ της Πλατείας Εξαρχείων και σε διάφορους άλλους χώρους που τελούν υπό κατάληψη από αντιεξουσιαστές καθιστάμενη στοιχείο της αναρχικής κουλτούρας.

Βεβαίως, υπάρχει και η πιο δόκιμη Τσικνοπαρασκευή, δηλαδή η Παρασκευή αμέσως μετά την Τσικνοπέμπτη, την οποία πολλοί επιλέγουν για τσίκνισμα, καθώς είναι πιο βολικό. Ωστόσο, δεν μας απασχολεί αυτή, και εξάλλου ούτε αυτή είναι απολύτως δόκιμη, καθώς δεν προβλέπεται από την παράδοση, αλλά γίνεται για λόγους ευκολίας, όπως η γαμοβάπτιση. Επίσης, στον γούγλη δίνεται κι άλλη μια σημασία: Δηλώνει κάποιον που δεν τρώει μόνο την Τσικνοπέμπτη τον αγλέουρα αλλά κάθε μέρα. Κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη δηλαδή, σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα. Τέλος, είναι ευνόητο ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους αντιχριστιανούς με διάθεση βλασφημίας, και επέκεινα της αναρχικής κουλτούρας.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. - Καλή Τσικνοπαρασκευή σύντροφε! Σου έχω φυλάξει ένα κοκορέτσι μούρλια!

  2. Την τσικνοπαρασκευη ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΜΕ ΤΑ ΘΕΙΑ! Λαϊκό Γλέντι και συντροφική κουζίνα με ψητά στην κατάληψη Ματσάγγου για την οικονομική ενίσχυση συντρόφων της υπόθεσης εμπρησμού σπιτιού στον αϊ Λαυρεντη. Φέρνουμε ο,τι μπορούμε από ξύδια και φαϊ.... (Σ.ς. Εδώ μάλλον εννοείται η δόκιμη Τσικνοπαρασκευή και όχι η Μεγάλη Παρασκευή).

  3. Τσικνοπαρασκευή. Για μερικούς όλες οι μέρες είναι Τσικνοπέμπτη! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως σημαντική υποπερίπτωση εναλλακτικού ορισμού, κατά τον οποίο αβγό είναι «κάτι που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού» θα αναφέρω ότι αβγό λέγεται και ο φαλακρός. Και μιλάμε περισσότερο για τους φαλακρούς νέας κοπής που παραδέχονται εξαρχής ήττα και τα ξυρίζουν αντί να δώσουν την μάχη οπισθοφυλακής με καραφλάζ ή να κάνουν πανηγυρική αναπλήρωση ως καραφλοχαίτουλες. Ως αβγό εννοούμε είτε το κέλυφος άσπρου αβγού, είτε και το ξετσοφλιασμένο βραστό αβγό. Ορισμένοι μάλιστα έχουν ωόσχημο κεφάλι (οβάλ) κάνοντας την ομοιότητα ακόμη πιο εντυπωσιακή.

Πού μαζευτήκανε πέντε αβγά στην παρέα. Σιγά, θα τυφλωθούμε από την φωτοχυσία!...

(από Khan, 10/01/11)Θα σε καταγγείλω πονηρέ ωοειδή (από Khan, 19/01/11)Αυγό και με τις 2 σημασίες (αλλά και με άλλες από αυτές που έχουμε). (από Khan, 28/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία