Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...

Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία