Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το νέο trend στα ίντερνετς, το λεγόμενο mangina (σύντμηση των αγγλικών λέξεων: man+vagina),
όπου άνδρες μαγκώνουν το πουλί τους ανάμεσα στα πόδια τους και το κάνουνε μουνάκι.
Ό,τι πρέπει για σνάπτσατ και ίνσταγκραμ δηλαδή.

- Κυρία Μαρία, έχω ένα καλό κι ένα κακό νέο για το γιό σας. Από που να αρχίσω;
- Από το κακό..
- Ο γιός σας ο Δημητράκης, ανέβασε χθες φωτο στο facebook να κάνει mangina..
- ΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙ, ο γιόκας μου να κάνει πουτσομούνι;; Δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν.. Και ποιό είναι το καλό νεό;
- Έγινε viral, χαχαχχχχ!!

Στα παρακάτω λινκς μπορείτε να δείτε φωτο με νεανίες που έτυχε να γεννηθούν τη λάθος εποχή,
και κάνουν μουνάκι, ένας-ένας ή παρέες ολόκληρες. Σε σπίτια, σε βουνά, σε θάλασσες και βουνά:
http://luben.tv/stream/86199
http://www.lifo.gr/viral/is_viral/109077

mangina

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα γεννητικά όργανα του παχύσαρκου άνδρα: το υπερβολικό πάχος τα περιβάλλει και τα κρύβει, οπότε η "σχισμή" (ανάμεσα στα μπούτια - παρουσία σκεμπέ) μέσα απο την οποία ίσα που φαίνονται (ή δεν φαίνονται καν), τα κάνει να μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα.

(απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού dickpussy)

Πω ρε, πως πάχυνε έτσι ο μαλάκας... Θέλει και γκόμενα, λεεί, να γαμήσει... Που πας ρε Καραμήτρο με το πουτσομούνι;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα « Μεγάλα Πλάνα» που διαρκούν κατά μέσο όρο περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα πλάνα καθώς και τα πολλά single shots που εμπεριέχουν μικρές υποενότητες αλλά είναι συγκροτημένα σε ένα πλάνο, ονομάζονται μονόπλανα. Τα μουνόπλανα είναι αυτές οι μεγάλοι περίοδοι πρηξαρχιδίασης που προσφέρει η χ παρουσιάστρια, όπου ο σκηνοθέτης κάνει ζουμ στα βυζγιά της ενώ αυτή μιλάει για διάφορα θέματα, κυρίως για ζώδια και τον νέο δίσκο του Τσαλίκη (τοποθέτηση προϊόντος).

- Είδα την νέα εκπομπή της Στέλλας Πιπέογλου χθες!
- Έλα ρε, καλή;;
- Τι να σου πω, αυτά τα μουνόπλανα με συνεπήραν και τον έκανα λάστιχο 2-3 φορές...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι κάτι σαν το μούσι, όμως ανατομικά βρίσκεται χαμηλότερα. Η ετυμολογική του προέλευση βρίσκει τις ρίζες της στην αγγλική λέξη «bush» (ελλ. θάμνος) και την κατάληξη «-ι», προσδίδοντας της ουδέτερο γένος και ευκολία ανάκλησης από τη μνήμη.

  1. Φίλε είχα εξεταστική ένα μήνα τώρα και ούτε μου πέρασε από το μυαλό να τα πάρω λίγο. Αν ήξεραν τι μπούσι διαθέτω, θα φρίκαραν όλες.

  2. Ωραία γκόμενα αλλά το τι μπούσι κουβαλάει δεν περιγράφεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

- Παίδες ψήνεστε για συναυλία Τζάστιν Μπίμπερ;
- Ναιιι, μουνοκαλύβα που θά' ναι!

(από Vrastaman, 28/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία