Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναικεία περίοδος στα καλιαρντά, ως αιματηρός καιρός μαρτυρίου.

  1. (ο ορισμός από τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου)
    «μουνόπασχα, το· έμμηνα· από τα γνωστά μουνί και Πάσχα· ταυτόσημα : καραφροδιτόσταση, κουμμουνόσκελη, ρουζόσκελο, στάση της καραφροδίτης (βλ. λήμματα).»

  2. (Από εδώ)
    «Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία