Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...

Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρασιάτικος ιδιωματισμός στη φράση: «ξηγιέμαι φιλάμ φιστίκ», που ισοδυναμεί με το «ξηγιέμαι αλμυρό φιστίκι».

Ο όρος προέρχεται από το τουρκικό filan (= τάδε, δείνα), που παρεφθάρη σε «φιλάμ» λόγω του αρχικού χειλικού συμφώνου της επόμενης λέξης («φιστίκι»), και του επίσης τουρκικού fιstιk (= φιστίκι) < ελλ. πιστάκιον < αγν. ετύμου.

Σήμερα μάλλον σπάνια έκφραση, που χρησιμοποιείται μόνο από γηραιότερους προσφυγικής καταγωγής.

Πώς την έχεις δει; Νομίζεις ότι μπορείς να ξηγιέσαι φιλάμ φιστίκ σε τα μας;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία