Επιπλέον ετικέτες

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.

Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.

Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.

Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.

Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.

Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.

  1. ... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)

  2. Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
    Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;; Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
    Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)

  3. - Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
    - Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...

Επιβίβαση σε Kartali (απο την ιστιοσελίδα της Τουρκικής Αεροπορικής Βιομηχανίας) (από Vrastaman, 12/11/09)Ταινια το πιο λαμπρό μπουζούκι. Εδω ο Βουτσας έπαιζε και ως Μπρόκολας, αλλά και ως Καρτάλης (διάσημος ηθοποίος) (από GATZMAN, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κλασσική αργκό) Αγαπητικός, -ιά.

Εγώ είμαι μερακλού
και θέλω μάγκα γιαβουκλού

(Ρεμπέτικο: «Κορόιδο άδικα περνάς»)

(από Khan, 20/05/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρελλάθηκα, τα 'παιξα. Χαρκόρ Σερραϊκό ιδίωμα.

Όλη η Ελλάδα έψαχνε πέρσι να βρει τι σημαίνει η λέξη όταν έκανε την εμφάνιση της στα γήπεδα σε πανώ με το σύνθημα «Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό» - σημαίνει ακριβώς τρελλάθηκα, χάζεψα, πωρώθηκα με την ομάδα. Με την σωστή Σερρέικη προφορά ακούγεται ως σσσαψαλλώθκα.

Από το σαψάλης, με την έννοια που έχει στα Σερρέικα - του παλαβού, του τρελλαμένου. Σαψάληδες, ειδικότερα, αυτο-αποκαλούνται οι φανατικοί οπαδοί του Πανσερραϊκού. Ένα από τα fan clubs του Πανσερραϊκού έχει την επωνυμία Che Guevara και ο πολύ χάλια σαψάλης λέγεται σαψαλίστας, έτσι σ' ένα πιο Αργεντίνικο.

Δες και το λήμμα ακανέδες.

1, Το πανό που λες έχει κάνει το γύρο της Ελλάδας. Πέρσι οι τυπάδες της Αθλητικής Κυριακής ρωτούσαν να μάθουν τι σημαίνει σαψαλώθηκα ... (από το http://totalfans.gr/)

  1. O Πανσερραικος ειμαστε κυριως εμεις οι σαψαληδες στην κερκιδα ... (από το φορουμ οπαδών του Πανσερραϊκού Che Guevara)

  2. (Σχόλιο οπαδού του Πανσερραϊκού σε τοπικό ραδιόφωνο, από το blogmanos.blogspot.com)

«Τρώγοντας πατλάκια, παίρνοντας ο ένας σαψάλης τον άλλο σερσέμη τζίνανα, θα ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κιρπίτσ' που θα βρούμε μπροστά μας..»

(Τρώγοντας ποπ κορν, παίρνοντας ο ένας τρελός τον άλλο τρελό στην πλάτη θ' ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κακομοίρη που θα βρούμε μπροστά μας)

Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό - ΤΟ πανώ (από poniroskylo, 27/02/09)Συμμαχία σαψαλίστας- τρακτερίστας (από poniroskylo, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, ο ευνούχος - από το τούρκικο hadim.

Πιο χαλαρά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανίκανο, αυτόν που έχει αδυναμία στύσης. Ακόμη πιο χαλαρά, τον ανέραστο, τον αδιάφορο για τα ερωτικά. Η λέξη λέγεται και για τον μικροτσούτσουνο - η χρήση αυτή είναι λάθος, βασικά, αλλά έχει μια πλάκα.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη είναι κυρίως Βορειοελλαδίτικη. Προφέρεται δε ως χα-dd-ουμ-s. Δεν είναι ακριβώς βρισιά - θυμάμαι να τη λέει τη λέξη και η γιαγιά μου - αλλά είναι φοβερά απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Όχι τόσο γιατί ο χαντούμης δεν μπορεί να πηδήξει, όσο γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Μεταφορικά, χαντούμης είναι και αυτός που δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά, ειδικά μια δουλειά που θέλει αρχίδια και τσαμπουκά. Έτσι, σημαίνει και αυτόν που κωλώνει, τον δειλό και, κατ' επέκταση, τον θρασύδειλο και ύπουλο άνθρωπο που επειδή δεν μπορεί να σου τη βγει στα ίσια θα σου τη φέρει από πίσω.

Για τα αντώνυμα δες και τα λήμματα βαρβάτος και βαρβατίλα

  1. - Τάρανδο τον έχει κάνει τον κυρ Παναγιώτη η Φροσάρα ... τσίπα δεν έχει μείνει πια στον κόσμο ...
    - Καλέ, τι λες τώρα ... αφού χαντούμης ειν' αυτός, όλη η γειτονιά το ξέρει ... τι θες να κάνει η γυναίκα ... έχει τις ανάγκες της κι αυτή ...

  2. ... κλείνω τη συνεισφορά μου στον προκείμενο κριτικό έρανο, ελέγχοντας δύο (σκόπιμες;) παρερμηνείες του Σροτ σε κρίσιμα θέματα του ιλιαδικού έπους. Η μία έχει να κάνει με τη δήλωσή του ότι απουσιάζει παντελώς το ερωτικό θέμα στην ομηρική Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής της υπήρξε δήθεν χαντούμης. Η άλλη προβάλλει τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι στο ιλιαδικό έπος διακρίνεται δήθεν η στρατιωτική αταξία στο στρατόπεδο των Αχαιών από την ευταξία των αντιπάλων τους, που εκπροσωπούν την ασσυριακή πειθαρχία. (από άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη στο ΒΗΜΑ, 20/01/08)

  3. Γώ σε λέγω πού είμαι χαντούμ ς, και συ με ρωτάς πόσα παιδιά έχω. (Παροιμία από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης)

  4. Εκτός από χανούμης είσαι και χαντούμης. (Καταλυτικό επιχείρημα με στόχο φίλαθλο της ΑΕΚ από το http://erythrolefkometerizi.blogspot.com)

  5. -Καλά, είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ήταν χαντούμης και είδες πώς του βγήκανε τ΄απωθημένα ... αυτούς να φοβάσαι ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.

Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία