Επιλεγμένες ετικέτες

Άνθρωπος εντελώς άσχετος με κάποιο θέμα, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο έχει άποψη και την υποστηρίζει και φανατικά σαν να είναι εξπέρ.

Προέρχεται από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (βλ. μήδι) από την επική ποδοσφαιρική συζήτηση μεταξύ Ζουγανέλη και Μπουλά (ΠΑΟΚτζής και ΑΕΚτζής). Ο Ζουγανέλης υπονοεί στη σκηνή ότι η καταγωγή του Μπουλά (χωριό της Λακωνίας) είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να ξέρει από μπάλα, ότι κατέβηκε από την επαρχία, από τα βουνά που λέμε.

'Ηρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία, να μας μάθουν τι είναι πέναλτυ!

(από Fixit13, 08/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θρυλική ρήση του Θανάση Βέγγου ως πράκτωρ Θου-Βου. Γενικά είναι μια σλανγκ χαριτωμενιά για να πεις «Απαράδεκτο!», αλλά προσβάλλοντας λιγότερο τον άλλο, αφού τον αναβιβάζεις ταυτοχρόνως σε πράκτορα.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικώς, για απαράδεκτες παραλείψεις των σλανγκιστών, δεδομένου του πόσο ψηλά έχουν θέσει τον πήχυ. Εννοείται ότι οι σλανγκιστές πρακτορεύουν την προώθηση της σλανγκ στην ελληνική κοινωνία.

Πηγή: Sasa.

Ύστερα από 11.000 ορισμούς κι ακόμη να λείπει το λήμμα «τσιμπουκώνω»! Απαράδεκτο για πράκτορες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν άνθρωποι των παλαιότερων γενεών (60 και άνω) όταν θέλουν να αναφερθούν συλλήβδην στα κινούμενα σχέδια, αλλά και στις φιγούρες που υπάρχουν στα ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια. Υποθέτω ότι αυτή η λέξη προέκυψε καθώς οι μόνες κινούμενες φιγούρες τις οποίες γνώριζαν οι παλιοί ήταν αυτές του θεάτρου σκιών και μόλις είδαν τα κινούμενα σχέδια, αμέσως τα συσχέτισαν με τον καραγκιόζη.

Ο όρος αυτός βέβαια έχει και μία υποτιμητική χροιά καθώς οι παλιοί πάντοτε πίστευαν ότι τα κινούμενα σχέδια ή απασχολούν συνεχώς τα παιδιά και αυτά δεν κάνουν πιο σημαντικές δουλειές (όπως το διάβασμα) ή δε βγαίνουν στις αλάνες να παίξουν όπως έκαναν αυτοί παλαιότερα...

  1. Ο μικρός, αντί να ανοίξει κανένα βιβλίο, είναι όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση και βλέπει τα καραγκιοζάκια. Να δω τί θα κάνει αυτό το παιδί στη ζωή του...

  2. - Βγείτε και καμία βόλτα να πάρετε λίγο αέρα. Όλη τη μέρα είστε μπροστά στο κομπιούτερ και παίζετε με τα καραγκιοζάκια. Όταν ήμασταν στην ηλικία σας, ήμασταν στις αλάνες και παίζαμε όλη τη μέρα...
    - Αλλάζουν οι εποχές παππού... Αν είχατε κι εσείς τότε το WoW, δε θα ήσασταν στις αλάνες, το είπε και ο Mikeius.

(από Protoslangarios, 18/12/12)(από Protoslangarios, 18/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντμημένη εκδοχή του «απαυτός», που χρησιμοποιείται για να υποδείξει άτομο συγκεκριμένης ιδιότητας, την οποία ο ομιλών αγνοεί.

Το ακούσαμε δια στόματος Φώφης (Αντιγόνη Κουκούλη) στην ελληνική ταινία «Ένα έξυπνο μούτρο», όταν εισβάλλει στο γραφείο του Πότη (Β. Αυλωνίτης) και του Ιορδάνη (Ν. Ρίζος) και το αγαπήσαμε πάραυτα, γιατί κακά τα ψέματα, γεμίσαμε ποφτούς σ' αυτή τη χώρα...

(από το ορίτζιναλ, όσο το επιτρέπει η ασθενής μου μνήμη)
Φώφη: - Εσύ είσαι ο ποφτός, ο διευθυντής εδώ μέσα να πούμε;
Ιορδάνης: - Ναι, εγώ είμαι ο ποφτός!
Πότης: - Και εγώ ποφτός είμαι!
Φώφη: - Καλέ πόσοι ποφτοί είστε εδωπέρα μέσα!
Πότης: - Είμαστε πολλοί! Και εσύ ποφτή είσαι;

Μεταξύ 1.13.00 και 1.15.00 - είναι ολόκληρη η ταινία ταινία (από poniroskylo, 17/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια ατάκα που ξεπήδησε από τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, δια στόματος Κώστα Χατζηχρήστου (στο ρόλο του Ζήκου) προς τον Νίκο Ρίζο (στο ρόλο του Κιτσάρα). Μιλάμε για την ιστορική ταινία «Της κακομοίρας»

Η πλήρης ατάκα ήταν: «Για κοιτάτε ρε έναν Κιτσάρα, τρία πατώματα στο υπόγειο». Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως ο Χατζηχρήστος, ήταν ελάχιστα ψηλότερος από τον Ρίζο (ο Ρίζος είχε τον επίσημο τίτλο του κοντού στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο).

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε απαξιωτικά και με έμφαση, σε κάποιον κοντοπίθαρο, σε κάποιον που έχει μπει στο πλύσιμο, σε κάποιον ένα και τίποτα, σε κάποιον τάπερμαν βρε αδερφέ, που λεονταρίζοντας, θα πει μια ατάκα στο στυλ της άλλης ιστορικής ατάκας του Ζήκου προς το αφεντικό του: «άντε μην ξεδιπλωθώ και γίνω ένα κι ενενήντα».

Η έκφραση κρύβει έντονη απαξίωση για τον συνομιλητή μας, αφού τη λέμε συσχετίζοντας το μπόι του με τη βαρύτητα που έχει σαν άτομο (κατά την άποψη μας). Δεν αρκούμαστε να μιλήσουμε για υπόγειο κι έτσι αναφέρουμε τρία πατώματα στο υπόγειο (πολύ κάτω από την επιφάνεια), θεωρώντας τον ανύπαρκτο, σκουλήκι, χαμένο, τελειωμένο.

Σα να λέμε, δηλαδή, σε έναν κοντό πως έχει επίπεδο χαμηλότερο από επίπεδο μετροπόντικα.

Κάποιος κοντός κάνει τον καμπόσο σε κάποιον, οπότε ο άλλος σκανάρονταςτον σε κλάσμα του dt, με έντονο απαξιωτικό ύφος του λέει:

- Μιλάνε όλοι, μιλάνε και τα τρία πατώματα στο υπόγειο. Δε χάνω άλλο τα λόγια μου μαζί σου. Άντε... Άντε μη φτύσω και πνιγείς.

(από GATZMAN, 07/05/09)(από GATZMAN, 07/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τρίο κωμικών ηθοποιών The Three Stooges, που έδρασαν στην Αμερική στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα: Λάρυ, Μόε, Κάρλυ.

Χρησιμοποιούσαν χοντρά αστεία, φυσικό χιούμορ. Οπότε μπορεί να λέγεται για τρίο Αγίας Παρασκευής ή για σάρα, μάρα και κακό συναπάντημα, ή για γελοίους, γκροτέσκους τύπους. Βλ. και τον άλλο ορισμό για τα περαιτέρω.

Τι κάθονται εκεί αυτοί οι μπαγλαμάδες σαν το Τρίο Στούτζες;

(από Dirty Talking, 07/02/09)Και ναζιάρηδες (από Dirty Talking, 07/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία