Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πειρακτικός όρος για γεροντοφρικιά και άλλους συνομηλίκους τους που αγοράζουν μηχανές για πρώτη φορά στα 40+ αλλά δεν είναι ούτε τόσο φραγκάτοι, ούτε και τόσο ψώνια για να πάρουν Harley και βολεύονται με μηχανές μικρού κυβισμού.

Ενίοτε παν και διακοπές στα νησιά το καλοκαίρι μ’ αυτές, αλλά συχνά σπάνε και κάνα ποδαράκι...

Αν συνοδεύονται και από αίσθημα (σ' αυτήν την ηλικία λέγεται σύζυγος…) προσθέτουμε και το Σοφία (Αλιμπέρτη). Δεν συνοδεύονται όμως από χαίτη…

Ρε καλώς τον Γαρδέλη! Πού το φάγαμε το γόνατο πάλι; ΠΣΚ με την enduro και το Σοφάκι πάλι;

(από BuBis, 16/02/09)(από Khan, 14/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για λέξη-έκφραση που χρησιμοποιείται στην περίπτωση που κάποιος βρίσκεται ενώπιον μουνοθύελλας, κάτι που έχει ως συνέπεια την ασταμάτητη περιστροφή του κεφαλιού με μεγάλη ταχύτητα και προς διάφορες κατευθύνσεις όπου εδράζονται αιδοία κατ' εικόνα και ομοίωση του δαιμονισμένου κοριτσιού της ταινίας «ο Εξορκιστής».

- Καλά μιλάμε χθες κατέβηκα για ποτό. Τι να σου λέω! Εξορκιστής έγινα με αυτά που έβλεπα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.

Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).

- Τι λέει αυτή η ταινία;
- Πολύ γκαγκάν γκαγκάν την κόβω, δεν βλέπουμε καμιά άλλη λέω γω; Έχω όρεξη για λίγη κουλτούρα απόψε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι βέβαια ο «ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής» (ορισμός Σενέκα), αλλά κυρίως είναι ο φαλακρός υπεργαμιάς / ούμπερ-γαμίκουλας, δηλαδή ο φαλακρός και φαλλακρός, σύμφωνα με την φαλλογοκεντρική κατασκευή που λέει ότι η φαλάκρα οφείλεται σε υπερβολή τεστοστερόνης, οπότε οι φαλακροί είναι οι καυλύτεροι γαμιάδες.

Βλ. και την σπαραξικάρδια υπαρξιακή αναφορά του Νίκου Πιπ. στο Ξυπόλυτο Σκαλπ: «η τραγική ειρωνεία μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα». Αυτά βέβαια δεν ισχύουν για τους Γκουσγκούνηδες, οι οποίοι βρίσκουν πάντα γκόμενα χωρίς ποτέ να φλερτάρουν (ο Κώστας Γκουσγκούνης είχε δηλώσει σε συνέντευξη ότι δεν είχε ποτέ φλερτάρει στην ζωή του, καθώς φλερταριστό μουνί, ξινό γαμήσι), αλλά όποτε έπρεπε να πει παραπάνω από τρεις ατάκες εγκατέλειπε την γκόμενα και τράβαγε γι' άλλη).

Ο Γκουσγκούνης, λοιπόν, ως έκφραση είναι το ελληνικό αντίστοιχο των Γιουλ Μπρίνερ και κότζακ συν το γαμιάς. Η έκφραση κυκλοφορεί και ως γιος του Γκουσγκούνη, κατά το του κοκακόλα ο γιος. Στην γουτσιστική εκδοχή κάνει και γκουζγκούνινγκ.

- Καλά πώς την έχει δει ο γλόμπος και τραβάει το θεόμουνο! Τελικά τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια ρε φίλε!
- Άκυρο. Λένε ότι το αβγό είναι προικισμένο! Του Γκουσγκούνη ο γιος ένα πράμα.
- Ας μην είχε την βιοτεχνία του μπαμπά στη Νέα Ιωνία και σού 'λεγα εγώ...

Επικαιροποίηση της γκουζγκούνειας φαλάκρας. (από Khan, 14/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά το έπος «Ομήρου Ιλιάδα», έτσι υπάρχει και το έπος «Ελληνικής τσόντας Γκουσγκουνιάδα». Είναι ένα έπος γραμμένο από τον ανεπανάληπτο Κ. Γκουσγκούνη, (βλ. Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης), ήρωα των εφηβικών μας χρόνων. Αποτελείται από σκηνές με τις επιλεγμένες ατάκες - διαλόγους του εν λόγω σταρ, γραμμένες από κορυφαίους σεναριογράφους, αφού ως γνωστόν τοις πάσι, οι ταινίες αυτές έπαιρναν άνετα oscar σεναρίου. Απλά δεν προτάθηκαν ποτέ στην εν λόγω Ακαδημία.

Υ.Γ.
Μου τα είχαν στείλει με e-mail και τα ξέθαψα.

ΣΚΗΝΗ 1
Αλλοδαπή προς Γκουσγκούνη: Fuck me!
Γκουσγκούνης: Σκάσε μωρή μη σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 2
Γκόμενα: Θα μου φέρεις λίγο νερό;
Γκουσγκούνης: Α φιρί φιρί το πας να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 3
Γκουσγκούνης: Γεια σας κορίτσια, ξένες είσαστε;
Γκόμενες: Όχι καλέ, ντόπιες από τη Μυτιλήνη
Γκουσγκούνης: Α! Δηλαδή λεσβίες!
Γκόμενες: Εεε όχι και λεσβίες!
Γκουσγκούνης: Εε αποδείξτε το τότε!

ΣΚΗΝΗ 4
Γκουσγκούνης: Γυναίκα τι φαϊ έχουμε;
Γκόμενα: Μακαρόνια
Γκουσγκούνης: Τη γάμησες!

ΣΚΗΝΗ 5
Ο Γκουσγκούνης, έπειτα από υπόδειξη του σκηνοθέτη, ότι πριν γαμήσει, πρέπει να πει και δυο λόγια για εισαγωγή, ώστε το έργο να έχει πλοκή. Έρχεται η γκόμενα στο σπίτι:

Γκουσγκούνης: Θες αχλάδι;
Γκόμενα: όχι
Γκουσγκούνης: έεεε τότε δεν μένει τίποτα άλλο παρά να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 6
Είναι ο Γκουσγκούνης σε ένα μπαρ. Η γκόμενα πλένει τα ποτήρια και πίσω της είναι ένα ρολόϊ Τοίχου. Ο Γκοσγκούνης προσπαθεί να δει την ώρα. Κάνει δεξιά, κάνει και η γκόμενα δεξιά, κάνει αριστερά, και η γκόμενα αριστερά. Αυτό γινότανε συνέχεια. Ο Γκουσγκούνης είχε συφιλιαστεί απαίσια, τον βλέπει η γκόμενα και τον ρωτάει:

- Γκόμενα: Γιατί είσαι τσαντισμένος;
- Γκουσγκούνης: Γιατί δεν βλέπω την ώρα να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 7
Βγαίνει ο Γκουσγκούνης από τη θάλασσα με μια γκόμενα. Φοράνε και οι δυο στολή. Όταν η γκόμενα πάει να βγάλει τη μάσκα, τη βλέπει ο μεγάλος και λέει:

- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω!

ΣΚΗΝΗ 8
Ο Γκουσγκούνης έχει ατσαλώσει και λέει στην γκόμενα που την έχει γυρίσει από πίσω:

Βάστα τοίχο, γιατί θα ζμπρώξω γερά!

ΣΚΗΝΗ 9
Ο Γκουσγκούνης, με Γαλλίδα παρτεναίρ σε τσόντα:

Γαλλίδα γκόμενα: aahhh tres joli!
Γκουσγκούνης: Τι ζολή μωρή... ψωλή το λένε!

ΣΚΗΝΗ 10
Ο Γκουζγκούνης, είναι πρώτη μούρη στο πλάνο και φυσικά πηδάει την γκόμενα. Σε μια στιγμή μουρμουρίζει κάπως δυνατά:

- Πω, πω, να είχα μια μπύρα τώρα...

ΣΚΗΝΗ 11
Ο Γκουζγκούνης είναι και πάλι πρώτη μούρη στο πλάνο και η τύπισσα του κάνει τσιμπούκι. Σε μια στιγμή τελειώνει ο Γκουζγκούνης, οπότε η Tσιμπουκίδου γυρνάει και αρχίζει να τα φτύνει. Η ατάκα που ακολουθεί απογειώνει τον αισθησιασμό της, ούτως ή άλλως, ρομαντικής σκηνής:

- Τι φτύνεις μωρή; Κουκούτσια έχουν;

ΣΚΗΝΗ 12
Χαλάνε τα υδραυλικά μιας γκόμενας. Ο Γκουζγκούνης έρχεται ως υδραυλικός στο σπίτι της στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της κουζίνας όπου έχει μια μεγάλη φρουτιέρα με πορτοκάλια. Παίρνει ένα πορτοκάλι στο χέρι του και ρωτάει όλος αβρότητα:

Γκουσγκούνης: Πορτοκάλι θέλεις;
Γκόμενα: Όχι.
Γκουσγκούνης: Να σε γαμήσω θέλεις;
Γκόμενα: Δεν έχω πρόβλημα.

ΣΚΗΝΗ 13
Και πάλι ως υδραυλικός έρχεται στο σπίτι μιας τσαχπίνας. Στρογγυλοκάθεται, ως είθισται, στο τραπέζι της κουζίνας όπου ακολουθεί ο εξής διάλογος:

Γκόμενα: Καφέ θέλεις;
Γκουσγκούνης: Ναι, απαντά ο Μεγάλος.
Γκόμενα: Πως τον πίνεις;
Γκουσγκούνης: Πολλά βαρύ και όχι, με δύο φουσκάλες.
Γκόμενα: Είσαι και μερακλής!
Γκουσγκούνης: Έχεις γαμώ τις κωλάρες, θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 14
Ο Γκουζγκούνης γυρνάει στο σπίτι κουρασμένος (έφτιαχνε υδραυλικά)! Aφήνει την τσάντα με τα σύνεργα κάτω. Χαιρετάει βαριεστημένα την γυναίκα του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τι φαΐ έχει;
Γκόμενα: Δεν έκανα φαΐ, απαντά εκείνη απολογητικά.
Γκουσγκούνης: Τι; Δεν έκανες φαΐ; Θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 15
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πατέρα! Έρχεται η κόρη του στο σπίτι με μια καινούργια φίλη της. Κάθονται στον καναπέ. Έρχεται και ο Αρχηγός στο σαλόνι και τις βλέπει. Κάθεται και αυτός, χωρίς να πει τίποτα, κοντά τους. Περνάει ένα λεπτό απόλυτης ησυχίας (δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα μέχρι τότε). Ξαφνικά, ο Μεγάλος, γυρνάει προς την φίλη της κόρης του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τον παίρνεις απ'τον κώλο;
Κόρη: Μπαμπά τι είναι αυτά που λες;
Γκουσγκούνης: Προσπαθώ να σπάσω τον πάγο!

ΣΚΗΝΗ 16
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πιτσαρά!

Γκουσγκούνης: Έφερα τις πίτσες.
Γκόμενες: Μα δε παραγγείλαμε πίτσες.
Γκουσγκούνης: Παραγγείλατε, δε παραγγείλατε, εγώ θα σας γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 17
Είναι στην παραλία δύο γκόμενες, ολομόναχες. Σε κάποια φάση εμφανίζεται από το πουθενά ο Γκουσγκούνης να κόβει βόλτες εκεί κοντά. Σε κάποια φάση ρωτάει τις γκόμενες:

Γκουσγκούνης: Τι κάνετε κορίτσια εδώ;
Γκόμενες: Περιμένουμε να έρθει κάποιος να μας γαμήσει.
Γκουσγκούνης: Α! Ευτυχώς που πέρναγα!

ΚΑΙ Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΤΑΚΑ
Τώρα πού'ρθαμε στη βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα!

(από allivegp, 05/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία