Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συγγενικός όρος με την «πουτάνα» αλλά με μία τεράστια διαφορά: Ενώ η «πουτάνα» πάει με ΟΛΟΥΣ, η «καριόλα» πάει με όλους ΕΚΤΟΣ από ΕΣΕΝΑ
Γράφεται και «καργιόλα».

- Το Μαράκι χθες φίλε έκανε ρεκόρ. Πήγε με εμένα, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Κώστα, τον…
- Μόνο εμένα δε μου κάθεται γαμώ!
- Ναι το πουτανί! Περίεργο ε;
- Δεν είναι πουτανί! Καριόλα είναι γαμώωωωωω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.

Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα στα καλιαρντά.

Ο Λάκης προσπαθεί να το γυρίσει και τώρα τα έφτιαξε με μούτζα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.

Βλέπε μούτζα.

Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...

Καλιαρντοευχές (από Khan, 02/07/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικό φραστικό, ενδεικτικό για γυναίκες. Ένα μουνιδάκι κάνει ένα γυναικάκι δηλαδή. Χρησιμοποιείται από ξεφτιλισμένα ατομάκια που αναφέρονται στο αυτοκίνητό τους ως «Κορολίδι» αν είναι το Corola κλπ κλπ

Έλα ρε Χελά Καβούρι, πότε θα κατέβουμε για κανα ύπουλο καφεδίδι Αγ. Παρασκευή να κοζάρουμε τίποτα μουνιδάκια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γέννηση στα καλιαρντά... δηλαδή το χέσιμο του αιδοίου (του μουτζού)...

Ε, η περιφρόνηση είναι προφανής.

Λέγεται και μπέρθα.

θα είμαι καρμπονέ με την αδελφή μου στο μπερθομπαρότσαρδο γιατί μουτζοχέζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία