βλ. ράφι, το
Για να μη γίνεις χου όταν θες να πεις για μια κοπέλα, που μπορεί να την ξέρει κάποιος συνομιλητής, ότι θα μείνει ή ότι είναι στο ράφι.
βλ. ράφι, το
Για να μη γίνεις χου όταν θες να πεις για μια κοπέλα, που μπορεί να την ξέρει κάποιος συνομιλητής, ότι θα μείνει ή ότι είναι στο ράφι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.
Βασικά γνωρίσματα:
Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:
Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.
Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο εκτελών χρέη ψυχολόγου / λογοθεραπευτή, συνοδού και security, χωρίς να της ακουμπάει ούτε το χεράκι όμως. Συνήθως γλοιώδης τύπος που τον εκμεταλλεύεται κάποια γυναίκα προκειμένου να της ανορθώνει το ηθικό της και να αποδείξει ότι την προτιμούν οι άντρες.
Και τι έγινε που συνοδεύεται ρε, δεν τον βλέπεις, γκομενοφύλακας είναι ο μαλάκας, όρμα την στ' αυτιά!
Δες ακόμη: γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual, καληνυχτάκιας
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).
- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!