Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ροδαλού κι ελαφρώς βελουδένιου ωσάν βερίκοκο-ρίκο-ρίκο-ρίκοκο μουνιού - πρόσφορο. Οι φέρουσες τοιαύτα αιδοία αποκαλούνται καϊσοµούνες. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εκ του καϊσί (< τουρκ. kaysι, βερίκοκο).

Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της ...
(εδώ)

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θεόμουνο το ευλογημένο και το κατανυκτικό, αυτό που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιος το γαμεί να του φιλήσουμε τον πούτσο. Τρελή σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Σ.ς.: ακόμα και αυτό κάποιος έχει βαρεθεί να την πηδάει, μη τρελλλαθούμε κιόλας.

1.
Ας πούμε: οι ψωλέττες, οι μουνέτες, οι μαμούνες, οι μουνίτσες, οι αγγελοπούτες, οι μουνάγγελοι, οι κρεμοταΐστρες, οι σπερμοπιτσίλες, το μουνόγαλα, το εξογκωμένο μουνίδιον, τα μιμιά, οι καυλοπυρέσσοντες, τα παλουκοψώλια, τα γαμώ σε, γαμώ σε, τα χύνω, χύνω, χύνω, τα ώωωωωωω, τα άαααααα, όλα αυτά που δεν τελειώνουν.

2.
Γιατί να μη μπορεί κανείς να προσεύχεται χρησιμοποιώντας τα γενετικά του όργανα. Δηλαδή ο Εμπειρίκος όταν μιλάει για μουνάγγελους, τι είναι αυτό;

3.
Μπορεί να κάνει πολύ extreme πράγματα αυτός ο μουνάγγελος.. Τέλος πάντων η κοπέλα αξίζει για μια δοκιμή.

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.

- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που συστηματικά και αφιλοκερδώς επιδιώκει να γλείψει ανδρική ψωλή.

Κρατάει τεφτέρι με ποσοτικές και ποιοτικές μεταβλητές κάθε ψωλογλειψίματος - μήκος, πάχος, αριθμός φλεβών, αριθμός εκτονώσεων, όγκος εκσπερμάτωσης, χρώμα, γεύση, ιξώδες και pH. Αν σπουδάζει τα στοιχεία θα τα χρησιμοποιήσει για το διαδακτορικό με θέμα «Το Αποχυσευτικό Σύστημα από το Βυζάντιο έως σήμερα». Τέλος αν του χρωστάς χρήματα μπορεί να ξεχρεώσεις αφήνοντάς τον να σε τσιμπουκώνει. Για να μη σε εκμεταλλευτεί ασύστολα καλύτερα να υπογράψεις κάποιας μορφής «τσιμπουκογραμμάτιου» μαζί του.

Γιώργο πρόσεξε όταν μένετε μόνοι στη βιβλιοθήκη για διάβασμα. Είναι μεγάλος ψωλογλύφος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία