Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Λέξη που χρησιμοποιείται οταν αναφέρεσαι σε μπαζοσαβουρογκόμενα με ανδρόφατσα και μουστάκι.

-Σου 'πα μωρή κωλόμπα να φέρεις κάνα αλάβαστρο! Τι μου 'φερες τα αndroids;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το μπάζο, η γκόμενα χόμπιτ που δεν βλέπεται για κανένα λόγο, δεν πάει μαζί της ούτε ο Κουασιμόδος.

- ...και μου δίνει msn, στελνεί ολόσωμη photo και τι να δώ ρε μλκ; Μια φιλτρομπαζούκα με τρίχες! Άσ' τα να πάνε και νόμιζα οτι θα μηδενίσω το κοντέρ να φύγουν επιτέλους οι flintstones!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.

Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.

- Ήταν ένα μωρό χτες στο club άλλο πράγμα! Ξανθιά, πράσινα μάτια, καμπύλες... Τι να σου λέω τώρα; - Και; Τη γνώρισες; - Προσπάθησα, αλλά η τύπισσα ήταν παγόμουνο και δεν μου μίλαγε καν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γκέουλας, η αδερφή, η συκιά.

- Ρε, σου αρέσει αυτός ο τύπος;
- Ποιος ρε, ο φικιρίκης;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του αρχιδόκαμπος.

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Τι λέει το πάρτυ;
- Άστα, πουτσοχώραφο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.

-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. (από Vrastaman, 31/07/08)

βλ. και κονάτο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την έννοια Gia Ta Baza. To λέμε για κάποια που είναι μπάζο.

-Ποια ρε; Για αυτή λες; Αυτή είναι GTB.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία