Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γαμίκουλας, που γαμεί πολύ.

- Έχω πάει με... μπορεί και 140 γυναίκες...
- Ίσα ρε γαμίκλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο θηλυπρεπής, ο αδερφάτος, ο λούγκρας, η λουγκρητία.

Δεν καταλαβαίνω ρε φίλε, γιατί τα καλύτερα γκομενάκια τα τρώνε οι γυναικωτοί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ομάδα γυναικών ντυμένων προκλητικά.

Έλα μωρέ, όλο το πουταναριό ήταν μαζεμένο...

εμπνευσμένος μεταφραστής στο scarface (από xalikoutis, 26/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.

(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».

Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία