Αντικαθιστά τον πολύ μαύρο, τον κατράμι, τον ταμ ταμ ταμ, ειδικότερα όταν ο στόχος είναι η γελοιοποίηση της φυλής του. Καθιερώθηκε στην ρατσιστική καθομιλουμένη από την ατάκα του Βέγγου στην ταινία «μην είδατε τον Παναή», όπου βλέποντας το πρόσωπό του να έχει μαυρίσει από τα καυσαέρια αναφωνεί «αμάν ο Καζαμπούμπου». Προέρχεται βέβαια από το όνομα του Τζόζεφ Κάζαβουμπου, πρώτου προέδρου του Κονγκό μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Βέλγους.

Έλα, βάλτο αγόρι μου. Όχι ρε, πάλι το ‘χασε ο καζαμπούμπου, που να του ψοφήσει η Τσίτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία