Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ρηλόντεντ παραλλαγή του πάλι ποτέ βάστα Ρόμμελ!, προσαρμοσμένη στα χρόνια τση μνjημονιακής χολέρας.

Χρησιμοποιείται αφενός από μνjημονιακούς (που αναπροσδιορίζονται μεταρρυθμιστές) όταν πανηγυρίζουν επειδή θεωρούν ότι οι μνjημονιακές «μεταρρυθμίσεις» αποδίδουν καρπό (όταν δεν αποδίδουν λόγω συντεχνιακών πιέσεων το γυρίζουν στο πιο σκληρό Μέρκελ, τράβα την πρίζα!) Και αφεδύο από είρωνες αντιμνjημονιακούς, σε βάρος της επονομαζόμενης κατοχικής κυβέρνησης.

Δράττομαι τση ευκαιρίας να πανηγυρίσω το τέλος του μνjημονίου (είτε με εντολή Σαμαρά, είτε επειδή θα το σχίσει ο Αλέξης) με ένα σλανγκαπάνθισμα σλανγκισμώνε, εκφράσεων, λολοπαιγνίωνε και ξύλινης και μη νεογλώσσας που εν πολλοίς αγνοούσαμε πριν ο Γ.Α.Π. εκφωνήσει το κύκνειο άσμα του στο Καστελόριζο:

  • αγανακτίστας: κύκνειο λήμμαν του Ζανουάρ για τους νοικοκυραίους που με ιαχές τ. εεε...ωωω..πάρτε το μνjημόνιο και φύγετε από δω (Ουστ!), δεν πληρώνω δεν πληρώνω, το ελικόπτερο και πουλ, απάλλαξαν τον μελαγχολικό Τζέφρι από τα δυσβάσταχτα καθήκοντά του.
  • αγορές: το μνjημονικό Ιερό Δισκοπότηρο, εκεί που πασχίζαμε να καταλήξουμε ώστε πάλι με χρόνια και καιρούς να δανειζόμαστε όπως παλαιά.
  • αλλαγή νοοτροπίας: να πάψουμε δηλαδή να φερόμεθα ως κλασικοί Έλληνες μαλάκες αλλά ως Ολλανδοί. Έχει και τα καλά του πάντως, οι γκόμενες θα πληρώνουν τον μισό λογαριασμό στη ταβέρνα και την μισή βενζίνη.
  • ανταγωνιστικότητα: εύκολο - να έχουμε μισθούς σχεδόν σαν της Σερβίας (η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι η Σερβία δεν είναι ανταγωνιστική γιατί έχει γραφειοκρατία σχεδόν σαν την δική μας :Ρ )
  • αντιμνημονιακoί: μεταξύ άλλων, οι οπαδοί του ΣφΥΡΙΖΑ, οι Καμμένοι Έλληνες, τα χρυσά αυγά και τα στρατευμένα κουτσουμπονιάτα του Κόμματος.
  • ανυπακοή: σ.σ. δηλαδή σε ο,τιδήποτε εκτός από τα όσα προτάσσει το Κόμμα.
  • ασημικά: Αγοράζω παλιά που τραγουδούσε ο Τζορντανέλλι. Με εξαίρεση τον Ριχάρδο, κανένας διεθνής επενδυτής (q.v.) δεν έχει εισέτι σκάσει μύτη.
  • βαράω κανόνι: Βλ. Πρώτο μήδι.
  • βαρβαρότητα ή σοσιαλισμός: προσφιλές σύνθημα του ΓΑΠ
  • βαυαρότητα ή σοσιαλισμός: λολοπαίγνιοτου Τριπραλέξ στο ως άνω σύνθημα του ΓΑΠ (ως γνωστόν, πας Γερμαναράς Βαυαρός εστί).
  • γκέουρο: φρανκενδραχμή που θα αντικαταστήσει το Ευρώ σε περίπτωση γκρέξιτ.
  • γκόου μπακ: κουφάλες τροΐκανοί εδώ είναι Ελλάδα, εδώ είναι Ελλάδα, Ανατολή είμαστε όλοι αραπάδες, είμαστε όλοι αραπάδες, Τσιγγάνοι, Γύφτοι Μοϊκανοί, Μοϊκανοί.
  • γκρέξιτ: ο δραχμαγεδδών (q.v.)
  • δεν θα μας πάρεις τα καγιέν, Ολι Ρεν Ολι Ρεν! προσφιλής αντιμνjημονιακή ιαχή από τα ακριτικά Καγιενοχώρια.
  • διεθνής τοκογλυφία: η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν που καταχρηστικά μας δανείζουν με 1,5%.
  • δουνουτάς, ΔΝΤ, δονητής: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως δονητάρι. Ξαπλώστε, κλείστε τα τα μάτια σας και απολαύστε.
  • δραχμαγεδδών: το γκρέξιτ (q.v.) και οι ολέθριες συνέπειές του.
  • επενδύσεις: παράδειγμα προ κρίσεως: πράσινη οικονομία, τουτατέστιν η επιδοτούμενη ανέγερση ανεμόμυλων και η πώληση προς την κρατική ΔΕΗ κιλοβάτ, με επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Παράδειγμα στα χρόνια του Μνjημονίου: πωλήσεις δημοσίων εταιρειών ή οικοπέδων, προκειμένου να αποπληρώνονται οι διεθνείς τοκογλύφοι (q.v.)
  • εισφορά αλληλεγγύης: το χαράτσι, στην μνjημονιακή νεογλώσσα.
  • επιμήκυνση: μας επιτρέπει να πληρώσουμε €700 δις σε 20 χρόνια αντί για €100 σε δέκα. Ωσεκτουτού, επιμήκυνση του τροϊκανού πέοντα.
  • γενιά των 700 ευρώ: η σημερινή γενιά των 500 ευρώ τους αναπολεί και κλαίει.
  • η κρίση ως ευκαιρία: Το’ πε κι ο Παγκαλέων: «Το μνjημόνιο είναι ευκαιρία για τον τόπο. Είναι και ευτυχία για τον τόπο». Ειδικά εάν έχεις δικηγορικό οίκοι, εταιρεία συμβούλων, εκκαθαριστής, ο Ριχάρδος, ή οπαλάκιας.
  • ήμουν κι εγώ στην Λίστα Λαγκάρντ: το αμαρτωλό κότερο των Λαζοπουλοψινάκηδων ψωλαρμενίζει στην Βελβετία.
  • κατοχική κυβέρνηση: η λεγόμενη χούντα του σαμαροβενιζέλου, που διαδέχτηκε την επίσης κατοχική κυβέρνηση Παπαδήμ(ι)ου. #Τράγκας.
  • κόκκινη γραμμή: διαπραγματευτικά, το ασάλιωτο πρωκτικό. Στην ρεαλ πολιτίκ όμως η καλή νοικοκυρά όλα τα αλέθει.
  • κούρεμα: το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.
  • λεφτά υπάρχουν: είπε ο Τζέφρι, στέλνοντας όλους μας στις κάλτσες.
  • Μάνταμ Μέρκελ: η ευθυμοτυπικά ορθή ΣφΥΡΙΖουσα προσφώνηση τση Καγκελαρίου με το αβυσσαλέο ντρκολτέ.
  • με εντολή Σαμαρά: ο Τσακ Νόρις βρήκε τον μάστορά του στο πρόσωπο του Φον Αντωνάκη.
  • μεταρρύθμιση: τα σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα, κολποσκόπηση και χημειοθεραπεία ένα πράμα.
  • μνjημονιακή υποχρέωση: πάσης φύσεως ακάποτο μπιφτέκωμα με εντολή Σαμαρά (q.v.).
  • μνημονιακοί: νεοφιλελέδες, οπαδοί της Νέας Δημοπρασίας και του νεοπασόκ, ΔημΑριστές, ο Βράσταμαν κ.ά. σουργελέισον.
  • νήσος του Πάσχου: νησί που ξεπουλάει από η κατοχική κυβέρνηση (q.v.) στα ξένα και ντόπια αρπαχτικά.
  • ξεπούλημα: το μπιρ παρά σκότωμα κρατικής περιουσίας σε ξένα και ντόπια αρπαχτικά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι ξένοι επενδυτές έχουν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για τα ασημικά μας, έστω και σκοτωμένα.
  • οι Γερμανοί είναι φίλοι μας: λένε με θαυμασμό οι βλαχοφιλελέ και ειρωνικά οι μη.
  • οι Γερμενοί ξανάρχονται: η άνοδος τση Χρυσής Αυγής σαν συνέπεια της μνjημονιακής malaise.
  • όλοι μαζί τα φάγαμε: εμβληματική πλην ρεντουξιονιστική ατάκα του Μέγα Παγκαλέωντος.
  • πιστωτικό γεγονός: η πορδή εκείνη που θα πυροδοτούσε την χρεοκοπία και τον δραχμαγεδδώνα.
  • πορδοσάλτε: μνjημονιάκος δημοσιοκάφρος του ΣΚΑΙ. Μαζί με τον Πάσχο Μανδραβέλη (βλ. νησί του Πάσχου), το κόκκινο πανί κάθε στρατευμένου αντιμνημονιακού.
  • πουτσολήπτης: ο έχων πουστοληπτική ικανότητα στις αγορές.
  • πρωκτογενές πλεόνασμα: το πρωτογενές πλεόνασμα που για να επιτευχθεί έκανε «έτσι» το κωλαράκι μας.
  • προσαρμογή: βλ. σοκ και πέος.
  • σακάτης: o Σόϊμπλε, κακοχρονονάχει (ναπαγαμηθεί η κορεκτίλα!)
  • σπρεντ: διαφορά μεταξύ του πόσο τουρλώνει τον πρωκτούλη του ο Έλληνας για να δανειστεί, έναντι του αντίστοιχου πρωκτουρλώματος ενός Γερμανού.
  • σορτάκιας: ο αδερφός του ΓΑΠ που έβγαλε τις κάλτσες του ποντάροντας στον καταποντισμό της οικονομίας.
  • στεγνώσαμε: δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία όπως είπε κι ο ημέτερος Shabba Ranks.
  • τασκ φορς: τριμελής επιτροπής από πέντε-έξι τοποτηρητές τροϊκανούς με κακόηχα τευτονικά ονόματα τ. Φούχτελ.
  • τεστ αντοχής: άνευ ουσίας μείς οι Έλληνεςγιατί είμαστε λοκατζήδες. Για τους καψιμιτζήδες, υπάρχει και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
  • τραπεζοτσολιάς: άλλοτε κυριλέ επάγγελμα καταδικασμένο στην συνείδηση του λαού που ωστόσο τραβάει ζόρι λόγω αναδουλειάς και ελλείψει μπόνους κλαψ, κλαψ, σνιφ, σνιφ.
  • τροϊκανός: κύκνειο λήμμαν του Πανούλις, before Troikans were was cool.
  • Τσολάκογλου: ο Παπαδήμ(ι)ος, οι Σαμαροβενιζέλος, ο κάθε πουλημένος στην διεθνή τοκογλυφία (q.v.) δωσίλογος.
  • Φούχτελ: τεύτων ούννος επίτροπος που μας φουχτώνει τον ποπό.
  • ψαλίδι: σε μισθούς, συντάξεις, παροχές, λίμπιντο.
  • ψεκασμένος: τι μας κάνουν μάνα μου τα αρεοπλάνα των μνjημονιακών σιωνιστώνε κ.ά. όχι και τόσο δημοκρατικών δυνάμεων; Βάστα σύντροφε Καμμένε!

Τέλος, για να μην μου τη πέσουν τα σλανγκαρχίδια παραθέτω και ορισμένα παραδείγματα του Βάστα Μέρκελ!

- Βάστα Μέρκελ!! Πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών ζητά η Τρόικα

- Οι μαυραγορίτες, από την πλευρά τους, έχοντας επιλέξει να συνδέσουν την επαγγελματική τους πορεία με την εκμετάλλευση των συμπολιτών τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζουν σε παράταση της κρίσης και της εξαθλίωσης. Όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν μπορεί παρά να αναφωνούν: «βάστα Μέρκελ!»

- Επί Γερμανικής Κατοχής αυτοί που έλεγαν «Βάστα Ρόμελ» ήταν οι μαυραγορίτες και το σάπιο κατεστημένο που συνέχιζε την προδοτική στάση του με πρωτεργάτες τους «συνεργάτες» των κατακτητών. Σήμερα, αυτοί που πρέπει να λένε «Βάστα Μέρκελ» είναι ο απλός λαός. Ναι, μη δίνεις τη δόση, εάν δεν βεβαιωθείς ότι δεν θα τη διασπαθίσουν τα γνωστά λαμόγια, οι σύγχρονοι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες τους.

- ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ Ο ΟΣΕ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΡΚΕΛ): για πρώτη φορά ο ΟΣΕ εμφανίζει θετικό πρόσημο στα λειτουργικά του αποτελέσματα», τα οποία έφτασαν τα 25,1 εκατ. ευρώ, αντί ζημιών -121 εκατ. ευρώ το 2010 και -282 εκατ. ευρώ το 2009

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που προφητεύει τι θα φορεθεί και θα είναι της μόδας στην επόμενη σεζόν. Και αυτός που δείχνεται και μοστράρει τον εαυτό του υπερβολικά.

- Κοίτα τι κιτσαριό φοράει ο Λάκης!
- Μην τον υποτιμάς! Είναι μεγάλος μοστράδαμος, στοίχημα ότι σε έξι μήνες θα θεωρείται πολύ σικ;

Χίπστερ μοστράδαμος (από Khan, 30/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπιθάγκουρας: Κολοκοτρώνης ή Κωλοκοτρώνης. Το αρβανίτικο παρατσούκλι των Κολοκοτρωναίων προτού μεταφραστεί στα Ελληνικά.

μπίθα = κώλος, γκούρα = πέτρα

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δανδράκη, Εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα 1954

το γένος του μπιθάγκουρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικαθιστά τον πολύ μαύρο, τον κατράμι, τον ταμ ταμ ταμ, ειδικότερα όταν ο στόχος είναι η γελοιοποίηση της φυλής του. Καθιερώθηκε στην ρατσιστική καθομιλουμένη από την ατάκα του Βέγγου στην ταινία «μην είδατε τον Παναή», όπου βλέποντας το πρόσωπό του να έχει μαυρίσει από τα καυσαέρια αναφωνεί «αμάν ο Καζαμπούμπου». Προέρχεται βέβαια από το όνομα του Τζόζεφ Κάζαβουμπου, πρώτου προέδρου του Κονγκό μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Βέλγους.

Έλα, βάλτο αγόρι μου. Όχι ρε, πάλι το ‘χασε ο καζαμπούμπου, που να του ψοφήσει η Τσίτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με αφορμή την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας θα ήθελα να μοιραστώ με το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες εκφράσεις που διασώθηκαν από τους ιδρυτικούς μας πατέρες και οι οποίες τους καθιστούν εκτός από εθνικούς μας ήρωες και μεγάλες σλανγκαλήτρες.

- Αη-Λιας, Προφητηλίας: ο οπλαρχηγός που δεν πολεμά μαζί με τα παλληκάρια του, αλλά τους παρακολουθεί με τα κυάλια από υψωμένα σημεία των λόφων ή βουνών, ώστε να μην κινδυνεύει και σε περίπτωση ήττας να την κάνει. Η παρομοίωση αφορά στις εκκλησίες του προφήτη Ηλία, που σύμφωνα με την παράδοση τοποθετούνται στις κορυφές των βουνών. Η έκφραση στιγματίζει την δειλία του οπλαρχηγού που δεν συμμερίζεται τους κινδύνους των ανδρών του. Είναι όμως με την καλή έννοια και χαρακτηριστική του κλέφτικου τρόπου μάχης, όπου οι κλέφτες αποφεύγουν τις μάχες εκ παρατάξεως, γιατί δεν μπορούν, αλλά εφορμούν από τα βουνά και πάλι εξαφανίζονται στις δύσβατες κορυφές τους. Ειδικά, αποτελούσε παρατσούκλι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που έβγαλε όλην την επανάστ χωρίς να κινδυνέψει άμεσα, (ενώ είχε πολλάκις και κινδυνεύσει θανάσιμα και λαβωθεί στους προηγούμενους κλεφτοπόλεμους) και που η πρώτη μέριμνά του ήταν να βρίσκει τις οδούς διαφυγής. Συμβούλευε σχετικά και τον Γ. Καραϊσκάκη, αλλά αυτός δεν τον άκουσε και αδικοχάθηκε. Ο Θ. Κολοκοτρώνης φαίνεται ότι πανηγύριζε τον χαρακτηρισμό, καθώς σε μια περίπτωση, που την είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια ύστερα από μια ήττα, από μονοπάτια που ήξερε μόνο αυτός χρησιμοποίησε την έκφραση «αναλήφθηκα», παραπέμποντας μάλλον στην πυρφόρο ανάληψιν του προφήτου Ηλιού στους ουρανούς.

Παραδείγματα:
Ο Κολοκοτρώνης θυμήθηκε τα παλιά. Πάει να πιάσει τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες να ξαναγίνει κλέφτης!
(Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σκωπτικά για τον κλέφτικο τρόπο πολέμου του Θ. Κολοκοτρώνη, διάλογος αναπαραστημένος από τον Δ. Φωτιάδη).

«Πηγαίνεις να φυλάξης τας κορυφάς των βουνών, ωσάν τον προφήτην Ηλίαν». (Ο ίδιος διάλογος στα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη).

- βγαίνω στο κλαρί: γίνομαι κλέφτης στα βουνά, μάλλον δεν έχει ακόμη την μεταφορική σημασία του εκπορνεύομαι.

- το βρακί της Κατερίνας: ένα γυναικείο βρακί που ο Γ. Καραϊσκάκης το φορούσε σε όποιον αναδεικνυόταν κάθε φορά ο πιο δειλός για να τον διαπομπεύσει.

- γουναρικό: οι πρόκριτοι, επειδή φορούσαν χλιδαίες ασιατικές γούνες.

- έρχομαι με τον ζουρνά: γίνεται κάτι εύκολα και πανηγυρικά, με την συνοδεία του ομώνυμου μουσικού οργάνου, χωρίς κόπο, αλλά με «τυμπανοκρουσίες» όπως λέμε σήμερα.

Παράδειγμα: «Πρώτον εσύ [καπετάν-Νότη] όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά». (Γεώργιος Καραϊσκάκης σπήκινγκ από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη).

- καλαμαράς: αυτός που γνωρίζει γραφή και αναλαμβάνει την γραμματειακή και γραφειοκρατική οργάνωση του Αγώνα, σε αντίθεση με τους αναλφάβητους ατάκτους πολεμιστές των οπλαρχηγών. Ως καλαμαράς μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένας πολιτικός. Μεταξύ των δύο υπήρξε ανταγωνισμός και κάποιοι καλαμαράδες πολιτικοί κατάφερναν να παγιδεύσουν επικίνδυνους για την κεντρική εξουσία οπλαρχηγούς εξ ου και η δυσπιστία των οπλαρχηγών για τους καλαμαράδες.

Παράδειγμα:
«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα». (Οδυσσέας Ανδρούτσος. Και πράγματι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε στην φυλακή του στην Ακρόπολη).

- γκενεράλ- γολέτα: ο Δυτικοευρωπαίος επικεφαλής ελληνικών στρατευμάτων που τα διηύθυνε στέλνοντας εντολές, όχι από το πεδίο της μάχης, αλλά από την γολέτα του στα ανοιχτά του πελάγους, ώστε να μην κινδυνεύσει και να μπορεί να την κάνει σε περίπτωση ήττας. Ο Γ. Καραϊσκάκης έβγαλε αυτό το παρατσούκλι για τον Άγγλο στόλαρχο Cochrane, ο οποίος έγινε αιτία της πανωλεθρίας στην μάχη του Φαλήρου. Επέμενε να δοθεί η μάχη, όπου αποδεκατίστηκαν οι Έλληνες, επειδή αυτό τον συνέφερε στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.

- καπάκι: ανακωχή που κανόνιζε ένας οπλαρχηγός με τους Τούρκους. Ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες των διαφόρων ελληνικών φατριών μπορούσαν να παρουσιαστούν είτε ως σωτήρια μέθοδος για να σωθεί ο άμαχος πληθυσμός και να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος, είτε ως προδοσία, όπως προσπαθούσε να παρουσιάσει ορισμένα καπάκια ο Α. Μαυροκορδάτος για να εξοντώσει ηθικά και φυσικά αντιπάλους οπλαρχηγούς.

- καπετάν-Ψωμάς: ο καπετάνιος που είχε αλώσει τις περισσότερες πόλεις από κάθε άλλον οπλαρχηγό, Ρωμιό ή Τούρκο, ήταν ο καπετάν-Ψωμάς, δηλαδή η έλλειψη ψωμιού, ο λιμός, που ανάγκαζε τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Η έκφραση λεγόταν όταν οι πολιορκητές δεν έκαναν καμία προσπάθεια για κάτι ηρωϊκό, όπως έφοδο, επίθεση κ.τ.λ. αλλά αφήνονταν νωχελικά να πάρει την πόλη ως από μηχανής θεός ο καπετάν-Ψωμάς.

- κρεμασμένος: ο ψηλόλιγνος και μακρολαίμης. Παρατσούκλι του Μακρή από τον Γ. Καραϊσκάκη.

- κωλοπλυμένος: αυτός που δεν έχεζε στο δάσος, όπως οι κλεφταρματολοί, αλλά φρόντιζε σχολαστικά για την καθαριότητα του κώλου του και ήταν ωσεκτουτού φλώρος. Αλλά και πανούργος. Στις τάξεις των κωλοπλυμένων ανήκαν οι καλαμαράδες, οι εξ Εσπερίας φραγκοφορεμένοι και άλλοι πονηροί που παγίδευαν με τις δολοπλοκίες τους τους αγωνιστές, εξ ου και το κωλοπλύσιμο προκαλούσε δυσπιστία και ανησυχία για μελλοντικές ραδιουργίες εις βάρος των κωλοαπλύτων, που αποτελούσαν τις υγιείς δυνάμεις της Ρωμιοσύνης.

- λάδι: η έκφραση «πούλα το λάδι γιατί η τιμή θα πέσει» ήταν το σύνθημα του Γιάννη Γκούρα για να δολοφονηθεί στη φυλακή του στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Αντρούτσος.

- λιμπά.

- μάλωνε η ψείρα με το σκουλήκι: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για την λέρα των πολιορκημένων της Αθήνας.

- μόνο με το κορμί μου: λέγεται σε δύο περιπτώσεις: α) Όταν κάποιος, ξένος ή Ρωμιός, καταφτάνει από το εξωτερικό χωρίς βοήθεια οικονομική ή στρατιωτική, αλλά μόνος του με αόριστες ρητορικές εξαγγελίες και υποσχέσεις
β) Όταν ένας οπλαρχηγός καταφτάνει στους πολιτικούς χωρίς τις δυνάμεις του, οπότε εκθέτει τον εαυτό του.

- μορόζα.

- μπράτιμος.

- νταβατζής: χρησιμοποιείτο και με την σημασία του οπλαρχηγού που προστάτευε μια επαναστατημένη πόλη, όπως λ.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος την Αθήνα.

- νταλιάνα: η ψηλή και όμορφη γυναίκα, ο μούναρος. Νταλιάνι (εκ του τουρκικού dalyan) ήταν ένα είδος εμπροσθογεμούς ντουφεκιού, οπότε η έκφραση χρησιμοποιείτο όπως το τουφέκι και το όπλο. Ο Γ. Καραϊσκάκης αποκαλούσε έτσι την Γκούραινα, την λεβεντομούνα χήρα του Γιάννη Γκούρα που είχε απομείνει στην πολιορκημένη Ακρόπολη.

Παράδειγμα:
- Μπράτιμε, είτε εσύ να μπεις στο κάστρο και να πάρεις με τη νταλιάνα του Γκούρα και το βιο του, είτε να μπω εγώ. Μα ένα φοβούμαι... Μη δε με θελήσει εμένα τον αρρωστιάρη κι αρπάξει κανέναν παλικαρά και χάσουμε μπράτιμε τόσο βιο. Σένα όμως που είσαι νιος και νταβραντισμένος, δεν θα ξεκολλήσει από πάνω σου!»
(Διάλογος του Γ. Καραϊσκάκη με τον Κριεζώτη που αναπαριστά ο Δ. Φωτιάδης. Ο σκοπός του Γ.Κ. ήταν να δώσει κίνητρα στον Κριεζώτη για να αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή να μπουκάρει στην Ακρόπολη. O Δ. Φωτιάδης προστατεύει τον εθνικό μας ήρωα από κάθε υπόνοια κυνισμού και τονίζει εν προκειμένω την σωτηριώδη κινητροδοσία, αλλά και τον ερωτικό αλτρουισμό του).

- ξινογαλάς, ξινόγαλο: παρατσούκλι του Σαρακατσάνου Γιώργου Τζιόγκα από τον Γ. Καραϊσκάκη.

- Οθωνούπολη: έτσι λεγόταν η Αθήνα στον καιρό του Όθωνα, από όσους δεν χώνευαν ότι είχε γίνει πρωτεύουσα το χωριουδάκι.

- πουτζιαράς: ο πουτσαράς, αλλά και γενικώς το ένοπλο παλληκάρι ενός οπλαρχηγού, λ.χ. σε καταμετρήσεις στρατευμάτων, όπου απαριθμούσαν πόσους πουτζιαράδες είχε ο καθένας στη δύναμή του.

Παράδειγμα:
«Οι υπέρ του Καραϊσκάκη άρχισαν πλέον αναφανδόν να φωνάζουν, άλλος ότι αθωώθη, [...] άλλος εκθείαζεν το παρρησιαστικόν του, άλλος την ετοιμολογίαν του και ταις αστειότηταίς του. Άλλος φώναζεν: Μώρε πού ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;»
(Ο Κασομούλης διηγείται την δίκη του Καραϊσκάκη, όπου αθωώθηκε. Μεταξύ άλλων υπερασπίστηκε το διαβόητο χούι της αθυροστομίας του με την περίφημη ατάκα «Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ' αφήνεις να γαμείς»).

- πούτζος- κώλος: συνεκδοχικώς, ο πούτζος, δηλαδή ο πούτσος, σημαίνει τον ομιλητή, ή τον οπλαρχηγό και τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ενώ ο κώλος σημαίνει τον συνομιλητή, ή τον αντίπαλο στρατιωτικό αρχηγό και τις δικές του εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Παραδείγματα:
«Εμείς εδώ μάθαμε τον κώλο του οχτρού». (Μακρής σπήκινγκ).

«Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέταις. Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ». (Από επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη της 15/4/1824 στον Στορνάρη στο πλαίσιο επαπειλούμενης εμφύλιας σύγκρουσης. Τουμπλέκια είναι τα όργανα του τουρκικού ιππικού, και τρομπέτες τα ελληνικά όργανα).

- πτωματόστρωτον: ψευδολόγιος ειρωνικός σχηματισμός κατά το λιθόστρωτον, σήμαινε ότι μια αστική περιοχή είχε στρωθεί όχι με λίθους ή άλλα υλικά οδοποιίας, αλλά με πτώματα οχθρών, συμπεριλαμβανομένων και αμάχων. Χαρακτηριστικό το πτωματόστρωτον της Τριπολιτσάς, στρωμένο με πτώματα κυρίως αμάχων Τούρκων, το οποίο διαπέρασε ο Θ. Κολοκοτρώνης έφιππος, χωρίς το άλογό του να πατήσει ούτε μια φορά στο έδαφος, «από τα τείχη έως τα σαράγια» όπως διηγείται στα Απομνημονεύματά του.

- σαπιοκοιλιά: πολύ σύνηθες.

- στενόβρακο: ο φραγκοφορεμένος ετερόχθων πρωκτικάντζας σφιχτοκώλης.

- στραβαραπάδες: οι Αφρικανοί στρατιώτες του Ιμπραήμ.

- σύνδροφος: ο πούτζος του Γ. Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με την ιδιότυπη αντίληψή του περί διπλωματίας, όταν οι Τούρκοι τον βολιδοσκοπούσαν αν θα τηρούσε το καπάκι-ανακωχή, αυτός απαντούσε περιπαικτικά ότι θα ρωτήσει τον σύνδροφό του.

Παραδείγματα:
«Ο Καραϊσκάκης με το ιδίωμά του άλλοτε τους έλεγεν (στους Τούρκους) εις τα γράμματα να ερωτήση τον σύνδροφόν του- και εννοούσε τον πούτζον του- και άλλοτε τους φιλούσε τα μέστια (=μαλακά χλιδαία παπούτσια), κατά την διάθεσιν όπου ευρίσκονταν».
(Από τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη, τ. α΄, σ. 287. Το δέλτα του σύνδροφος οφείλεται άραγε σε υπεραστισμό- υπερδιόρθωση;).

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω,
κι εγώ πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω.
κι αν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!».
(Κασομούλης, τ. α΄, σ. 326. Απάντηση του Γ. Καραϊσκάκη στον Μαχμούτ πασά Σκόδρα, διασκευασμένη εμμέτρως από τον γραμματικό του Γαζή, που κατά πολλούς «κατέστρεψε» τον μη έμμετρο λόγο του Καραϊσκάκη).

- τεσσαρομάτης: αυτός που φορούσε γυαλιά θεωρείτο ότι είναι σαν να έχει τέσσερα μάτια. Έτσι αποκαλούσε ο Γ. Καραϊσκάκης τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο δε Μακρυγιάννης έλεγε σκωπτικώς για τον Μαυροκορδάτο ότι πήγε στην Δύση με δύο μάτια και γύρισε με τέσσερα.

Παράδειγμα:
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεϊζ Εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; (Γ. Καραϊσκάκης για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο).

- τζιογλάνι: βλ. τσογλάνι και τσιμπούκ-ογλάν.

- τζίτζιλε-φίτζιλε: έκφραση του Ι. Μακρυγιάννη για τον Ιωάννη Κωλέττη.

- τζοχανταραίοι (με την μη μεταφορική σημασία).

- τουρκοζύμαρο: ο αναμειγμένος με τους Τούρκους. Το χρησιμοποιεί ο Ι. Μακρυγιάννης για τον Α. Μαυροκορδάτο.

- τουρκοτζιαμπάσηδες / τουρκογέροντες: αποκαλούνταν μειωτικά οι πρόκριτοι ως συγχρωτισμένοι με τους Τούρκους. Παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποίησε ο Δημήτριος Υψηλάντης σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του Κ. Δεληγιάννη.

- τσούπρα: γενικά το κοριτσάκι, αλλά και ειδικότερα η ανήκουσα στο χαρέμι επιφανούς Οθωμανού. Περίφημες ήταν οι τσούπρες του Αλή-πασά, που αποτελούσαν την αφρόκρεμα της ρωμέικης ομορφιάς. Αφού τις περνούσε ένα χεράκι, τις έδινε σε ικανούς στρατιωτικούς του για να τους ανταμείψει για τις υπηρεσίες του. Αυτοί το δέχονταν με ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς ήταν και λίγο ντροπή, αλλά από την άλλη, όποια όμορφη υπήρχε σε Ήπειρο- Ρούμελη, είχε περάσει από το αληπασαλίδικο χαρέμι, οπότε το να είσαι τσούπρα του Αλή σήμαινε και ότι είχες καταξιωθεί στο σταρ-σύστεμ της εποχής. Και το να παντρευτείς πρώην τσούπρα, σήμαινε ότι είχες τελικιάσει ως σελεμπριτόνι. Λ.χ. ο Γ. Καραϊσκάκης είχε παντρευτεί την πρώην τσούπρα Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου διάσημη για τα κάλλη της. Οι ομορφότερες τσούπρες ήταν Κιρκασιανές.

Παράδειγμα:
Έλα δω μπίρο μου, να σου πω ένα χαϊρλίτικο (=ευεργεσία). Θα δώσω μια τσιούπρα μου στο παιδί σου και να το φέρεις αύριο να μου φιλήσει το χέρι.
(Αναπαραστημένος από Δ. Φωτιάδη διάλογος μεταξύ Αλή-πασα και πατέρα παλληκαριού που δεχόταν το προξενιό ως ανταμοιβή για τις στρατιωτικές υπηρεσίες του γιου του).

- φακίρ φουκαράς.

- χέζω τη μύτη: λεγόταν στο πλαίσιο βρις-οφ.

- ψαλιδόκωλος.

- ψυχογιός: πέρα από την δόκιμη σημασία του, λειτουργούσε και ως ευφημισμός για τους παίδες που είχαν για τους Έλληνες οπλαρχηγούς την ίδια λειτουργία που είχαν τα τσογλάνια για τους Οθωμανούς άρχοντες. Κάνανε δηλαδή ψυχικά αυτά τα παιδιά.

Το λήμμα αφιερούται τω ιατρώ και επαίοντι της ιστορικής σλανγκ allivegp.

Εντός του ορισμού, συν ένας διάλογος που διασώζει ο Κασομούλης, όπου ο Γ. Καραϊσκάκης αναφέρεται στον Α. Μαυροκορδάτο και αυτούς που τον ακολουθούν:

- Όπου μας διορίσει η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσομεν (απήντησεν ο καπετάν Νότης).
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρείς- εφάντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανοήτους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτέλειάς των; Πρώτα εσύ, που όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς που δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ μπαγκ. Ο Μακρής, ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο το κεφάλι ξέρει να ταράζει. Ο Μήτσος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλιάδαις φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος την εκστρατείαν σας!».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτική πασπαρτού προτροπή να μην κακομαθαίνουμε τα υποκείμενα της περιφρόνησης μας γυναίκες, χωριάτες, τουρκαλβανά, γουατέβα γιατί μοιραίως θα ανέβουν στο κρεβάτι μας να μάς γαμήσουν.

Η αρχική διατύπωση («τον Τούρκο και τον πούτσο, όσο τον χαϊδεύεις σηκώνεται») αποδίδεται στον Γεώργιο Καραουϊσκάκη.

- Ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»)

- Η γυναικα ειναι σαν τον Πούτσο ... οσο τη χαιδευεις σηκώνει κεφαλι!!!
(φεησμπουκάκι)

- Οι συνδικαλιστές στην Ελλάδα είναι σαν το πουλί σου. Όσο τους χαϊδεύεις, τόσο σου σηκώνονται.
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.

Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.

Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.

Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).

Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.

Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.

Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.

και ναι, δεν είναι σλανγκ...

  1. Δεν ακούς, σου είπα ότι θα σπάσει εκεί όπου το έβαλες και ακουμπέτι έσπασε!

2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου

  1. Τι επάθανε οι ερμαδιακιές και δε γεννάνε, δεν ξέρω. Εφάγανε ακουμπέτι ούλο το αραποσίτι, εγιομίσανε τον τόπο κοτσιλιά και αυγό μπίτι.
    Δρυμώνας, Αύγουστος 2009, τοπική εφημερίδα, Βασίλειος Η. Σκανδαλής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία