Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τρίπτυχο που λακωνικά περιγράφει την ευτυχή κατάληξη ενός φλερτ.

Μπορεί να γραφτεί και ως: Α-μου-κάτσει, Α-μουνί-κε, Ρουφάει...

Εμπνευσμένο από τρεις διεθνείς νιγηριανούς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 90:

Daniel Owefin Amokachi
Emmanuel Amuneke
Peter Rufai

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι δυο πρώτοι (Αμοκάτσι-Αμουνίκε) ήταν επιθετικοί, ενώ ο Ρουφάι ήταν τερματοφύλακας. Λεπτομέρεια που προσδίδει επιπλέον σημειολογική ομορφιά στον ορισμό.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το λήμμα Χοσάδας (ο)

  1. - Τι λέει το πάρτυ;
    - Καλά μωρέ, τα κλασσικά... Αμοκάτσι, αμουνίκε ρουφάι.

  2. (μέρος του λήμματος σε ερώτηση): - Σου φαίνεται καλή αυτή;
    - Ναι, αλλά αν αμοκάτσι αμουνίκε, λες να ρουφάι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμπνευσμένο από τον παλαίμαχο τερματοφύλακα του ΟΦΗ (;) Βαγγέλη Χοσάδα, ο όρος «Χοσάδας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τολμηρό άνδρα που δεν φοβάται να φλερτάρει.

- Πάλι σε γκόμενες μιλάει ο Γιώργος;
- Ναι ρε, είναι μεγάλος χοσάδας αυτός..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία