Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

γ-καύλα / γυναικεία καύλα. Πώς είναι η αντρική; Καμία σχέση.

Ακολουθεί οθονιά: Το θέμα είναι βαρύ και απαιτεί ανάλυση.

Γυναικεία καύλα –πώς εκδηλώνεται (ή αλλιώς «Αυτό που νιώθουν οι γυναίκες»):

  • Διαστολή της κόρης του ματιού.
  • Αύξηση των καρδιακών παλμών.
  • Η αναπνοή γίνεται ταχύτερη και βαθιά.
  • Τα χείλη του στόματος σταδιακά κοκκινίζουν (αυτό υποτίθεται ότι προσομοιάζει το κραγιόν), διογκώνονται ελαφρά και αρχίζουν να «μυρμηγκιάζουν» (ως επόμενο, συχνά τα χείλη μισανοίγουν ασυναίσθητα).
  • Το αιδοίο διογκώνεται, λόγω μεγαλύτερης κυκλοφορίας του αίματος και αρχίζει να «μυρμηγκιάζει».
  • Ο κόλπος υγραίνεται.
  • Επιθυμία για σεξουαλική πράξη.

Γυναικεία καύλα –πώς προκαλείται (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. Ι»):
Αφενός απαιτείται ένας άντρας ή η φαντασίωση ενός άντρα τέλος πάντων. Αφεδύο, για το τι καυλώνει την καθεμία, ενδεικτικά παρατίθενται διάφορες απόψεις στο Παράδειγμα –παρακαλώ περάστε από κει πριν συνεχίσετε την ανάγνωση. Η εξήγηση για όλα αυτά στο Παράρτημα.

Γυναικεία καύλα –τι συμβάλλει (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. ΙΙ»):
Ανεξάρτητα από το Ι, η πλειονότητα γουστάρει, όλα ή κάποια, από τα κάτωθι:

  • Να είναι καθαρός όσο χρειάζεται. (Να μην βρωμάει, ούτε κατά διάνοια, αλλά και να μην γλείφει η άλλη σαπούνια, χλωρίνες και αντιπαρασιτικά.)
  • Να μυρίζει ωραία. (Περιλαμβανομένων και των φερομονών της καθαρής μασχαλίλας... της καθαρής... της καθαρής... –επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως.)
  • Ρομαντική ατμόσφαιρα. (Κανονική θερμοκρασία περιβάλλοντος, ώστε να μην τουρτουρίζει και να σκέφτεται να βγάλει το βρακί της για να μην καταψυχθεί το μύδι, απαλά χρώματα, απαλός φωτισμός, απαλή μουσικούλα και τα τοιαύτα.)
  • Ένα καλό γεύμα πριν. (Ο καφές και το τσάι το ανεβάζουν το λίμπιντο, ελάχιστο αλκοόλ διώχνει τις αναστολές και την εικόνα της μάνας της να της λέει ότι, όποια το κάνει χωρίς στεφάνι είναι πουτάνα και θα καεί στην κόλαση.)
  • Μασάζ. (Χαλαρό, αρχικά τρυφερό και μετά βλέπουμε, δεν βιαζόμαστε, δεν πιάνουμε κατευθείαν βυζιά και κώλους, δεν στρίβουμε τις ρώγες σαν να είναι κουμπί ραδιοφώνου και ψάχνουμε να βρούμε σταθμό.)
  • Προκαταρκτικά. (Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... –επανάληψη κ.λπ. Τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο φιλιά, χάδια κ.λπ. πάνω από τα ρούχα. Άλλο τόσο κάτω από αυτά.)

Παράρτημα 1: Γιατί όλα αυτά, κύριοι, σας φαίνονται κινέζικα.

Τα σχέδια του θεού για την δημιουργία ανθρώπινου όντος, πέρασαν από την θεωρία στην πράξη με πιλοτική εφαρμογή πειραματικού μοντέλου: ο Θεός έπλασε τον άνδρα. Είδε τι σφάλματα έκανε, διόρθωσε τα bugs και έπλασε την γυναίκα ως ανώτερο και εξελιγμένο ον υψηλότερου κόστους –τους άντρες δεν τους κατήργησε, γιατί ήθελε να έχει πλήρη γκάμα προϊόντων, όπως κάθε κατασκευαστής που σέβεται τον εαυτό του. Εξασφάλισε το αγοραστικό κοινό και για τα δύο μοντέλα (μαγκιά) δημιουργώντας αλληλεξάρτηση και μετά κάθισε και έσπαγε πλάκα με το πώς ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν. Κοίτα γύρω σου τις σχέσεις των δυο φύλων –ο Θεός έχει χιούμορ.

Η ύπαρξη πολύπλοκου εγκεφάλου, που επιπροσθέτως χρησιμοποιείται κιόλας, είναι η ευλογία και κατάρα των γυναικών και εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς του βίου –και στον σεξουαλικό. Οι άνδρες αδυνατούν να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του, εξ ου και τα αστειάκια στο νετ του στυλ [αυτού](http://www.blackhumor.gr/more_content_simple.php?s=1&c=5&mid=2166, αυτού http://www.dobro.gr/content/%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B5%CF%82-vs-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82), αλλά και του σχολίου στο περίφημο Πουτσοπόλιταν. Οπότε, κύριοι, δώστε βάση στο νόημα.

Ασίστ: Vrastaman από το ΔΠ.

Παράρτημα 2: Μεταγενέστερο σχόλιο κατόπιν επιτακτικού αιτήματος σαλλλονικιού μόντουλα:

Το γεγονός λέει ότι στην Σαλλλονίκη την καύλα την λένε γκάβλα, αποτελεί απόδειξη λέει ότι οι σαλλλονικείς ξέρουν από γ-καύλα, καύλα τη γυναικεία, σαν να λέμε ξέρουν πώς να καυλώσουν τρελά μια γυναίκα. Δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω τον ισχυρισμό αυτό, αλλά για να το λέει κοτζάμ μοντ κάτι θα ξέρει, συνεπώς επιβάλλεται για λόγους αντικειμενικότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας να καταγραφεί η αντίστοιχη άποψη. Αατα

Παραδείγματα από εδώ

Ερώτημα –τι σε ανάβει σε έναν άντρα:

— Με ανάβει όταν είμαστε σε κάποια κοινωνική εκδήλωση, πάρτυ κ.λπ. και τον κοιτάω στην άλλη άκρη του δωματίου και μου ρίχνει ΑΥΤΟ το βλέμμα (ξέρεις, αυτό που δηλώνει ότι είσαι δική του και ότι είναι ο μόνος που έχει το κλειδί σου). Κοκκινίζω αυτόματα. — Το να νιώθω επιθυμητή ή να συνειδητοποιώ το πόσο τον αγαπώ.
— Με ανάβει η αίσθηση του χιούμορ καταρχάς, χωρίς να χρησιμοποιεί βρωμόλογα. Ένας άντρας που να ξέρει να είναι κύριος στους τρόπους του στο τραπέζι. Και τα καθαρά νύχια.
— Με ανάβει αυτό το βλέμμα του που λέει «Γαμώτο ρε, είσαι τόσο σέξι και είσαι όλη δική μου» και μετά με φιλάει στο λαιμό και λιώνω... (αναστεναγμός).
— Με ανάβει να ξέρω ότι είναι εκεί για μένα ανεξάρτητα από την διάθεσή μου. Να με κάνει να γελάω με τον σωστό τρόπο ανάλογα με την περίσταση.
— Ο δεύτερος σύζυγός μου δεν έμοιαζε στον Μπραντ Πητ αλλά μου συμπεριφερόταν φανταστικά, ήταν πρόθυμος να δοκιμάσει πράγματα και είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Και έκανε μπάνιο πριν.
— Αυτά που λέτε είναι μαλακίες, η ερώτηση είναι σεξουαλική, δεν σας ρωτήσανε πως σας αρέσει να συμπεριφέρεται ένας άντρας. Εγώ λοιπόν δεν καυλώνω με βλέμματα από απέναντι, αυτό είναι τρυφερότητα, όχι επιθυμία να τον καβαλήσω. Εγώ καυλώνω με πορνό, μπινελίκια, να μην φοράω εσώρουχα και να του το λέω, με ατελείωτα φιλιά όσο κυλιόμαστε γύρω γύρω φορώντας μόνο τα εσώρουχά μας. — Α, φίλη μου, δεν θα συμφωνήσω μαζί σου, κάθε γυναίκα είναι διαφορετική και καυλώνει με το δικό της στυλ.

Νταντάν νταντάαααν: Η καθεμία καυλώνει με εντελώς διαφορετικά ερεθίσματα. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Δεν έχετε ελπίδα να κατανοήσετε, παλέψτε το όπως σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Βλ. και σημείο G(αύλας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναισθητική ουσία που χρησιμοποιείται και ως επιβραδυντικό.

Εικάζεται ότι χρησιμοποιείται ως επί των πλείστων από τύπους γκραν γαμάω οι οποίοι για να αυξήσουν το χρόνο συνουσίας κατά 2-3 ώρες και καλά αδειάζουν το σωληνάριο πάνω στο ραδιενεργό πέος τους πριν την εισχώρηση και ενώ βρίσκονται σε στύση με αποτέλεσμα να μη νιώθουν και έτσι δεν αισθάνονται την μέγιστη διέγερση που τους αναγκάζει να χύσουν σε χρόνο dt. Αυτό τους επιτρέπει να περηφανεύονται ότι γαμάνε και δέρνουν με τις ώρες και προσφέρουν απεριόριστη ευχαρίστηση στα θηλυκά.

-Τσακαλάκο τι λέει, γαμάς κανένα μουνί;
-Ε, κάτι γίνεται αλλά μέτρια πράματα. Εσύ όμως πώς τα καταφέρνεις και σε παρακαλάνε τα μωρά συνέχεια;
-Ε, μυστικά του επαγγέλματος. Καταρχήν, λούστηκες με ξυλοκαΐνη;
-Όχι, τι είν' αυτό;
-Λούσου με ξυλοκαΐνη και θα δεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η γκόμενα με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβανομένης και της συνομοταξίας μουνάρα. Βλ. και τα πολλά παράγωγα του συνθετικού -μούνα.

  2. Κάποιο αντικείμενο θαυμασμού, πόθου ή φετιχισμού.

  3. Σε σεσινεπασλάνγκ, γυναικείο Αραβικό όνομα (منى ) που σημαίνει «επιθυμίες».

  1. - Κάποια στιγμή διαπίστωσα ένα γυνακείο βλέμμα να έχει καρφωθεί πάνω μου, ήταν μια σαραντάρα περίπου, μούνα με ενα εξώπλατο φόρεμα που το σκίσιμό του άφηνε ακάλυπτο όλο το μπούτι, το έκφυλο βλέμμα της με είχε κυριολεκτικά αναστατώσει.
    (από εδώ)

  2. - Εγω σου λεω να βαψεις μαυρο (αλλα οχι ματ) ζαντες, σασι και καπακια μοτερ πορτοκαλι τα πλαστικα και αμα εχεις λευτα κανε ενα νικελ το πιρουνι και το ψαλιδι. Πιστεω πως θα ειναι πολυ μουνα αμα θες κανε τις ζαντες διχρομια οπως λες!!!
    (από εδώ)

  3. - Εδώ στο πρόγραμμα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ιορδανία, η Μούνα συνεχίζει τον αγώνα της να ξαναπερπατήσει. Σήμερα, η Μούνα θα βάλει ξανά τα τεχνητά της μέλη... (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τα καύλα+νύχτα. Παραλλαγή του καληνύχτα. Το υπονοούμενο, σαφές.

- Καυληνύχτα Τζον Μπόι!
- Καυληνύχτα Σου Έλεν!
- Καυληνύχτα Μαίρη Άνν...

(παραλλαγή των τίτλων τέλους της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Οι Ουώλτονς»)

Βλέπε και καυλώστονα!.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φανταστικός ήχος κόμιξ που κάνει ένα διεγηρμένο αιδοίο καθώς συσπάται και ανοιγοκλείνουν τα χείλη του.

Η ατάκα συνοδεύεται από χειρονομία του δείκτη και του αντίχειρα που, τεντωμένοι και με φορά προς τα κάτω, ανοιγοκλείνουν γρήγορα, σε απόσταση χιλιοστών, προσομοιάζοντας τις συσπάσεις του αιδοίου.

- Κοίτα ρε συ τα πιπίνια κάτι ξέκωλα που φοράνε!
- Ε βέβαια! Βικ-βικ κάνει το μουνάκι τους!

(από protnet, 18/09/10)(από suxumuxu, 22/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.

- Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα; % - Τὸ Μανωλιὸ τὸν πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!! (Παράδειγμα Αἴαντος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκφραση θαυμασμού για ένα διερχόμενο κόμματο.

Ατάκα που λέγεται πως προέρχεται από έναν ψαρά που, προσπαθώντας κάποτε να πουλήσει τα αλιεύματά του, βλέπει να τον προσπερνάει ένας κόμματος. Τότε ο ψαράς πέταξε τη συγκεκριμένη ατάκα με στόχο να πετύχει έναν πολλαπλό επικοινωνιακό στόχο:
1) Ο ψαράς αφενός λειτουργεί ως επιθετικός καμακόβιος...
Η φράση «ωχ τα πόδια» εκφράζει την πρώτη εντύπωσή του βλέποντας τα καλλίγραμμα πόδια της, ενώ η φράση «άσ' τα κει» λέχθηκε δεύτερη υποδηλώνοντας στην τύπισσα να σταματήσει την πορεία της και να τον προσέξει. Στο τέλος εκθειάζει τα οπίσθιά της προσπαθώντας να παίξει και το τελευταίο του χαρτί.
2) Ο ψαράς αφετέρου λειτουργεί και σαν επαγγελματίας που διαφημίζει το εμπόρευμά του, αφού το μήνυμα μπορεί να ερμηνευθεί και ως «oχταπόδια, αστακοί, κολεοί« (κολιοί δηλαδή). Αυτή η ερμηνεία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, όσον αφορά την ερμηνεία του νοήματος αλλά και την απώλεια του χρόνου, αφού αν χάσει την τύπισσα θα έχει αρκετές πιθανότητες να προωθήσει τα αλιεύματά του.

Η ιστορία αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία ενός ψαρά, που βάζοντας δόλωμα τα θαλασσινά του πόνταρε να πιάσει έναν κόμματο. Τώρα τι έπιασε; Mάλλον είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς.

Δυο φίλοι περπατούν στο δρόμο όταν ο ένας αντιλαμβάνεται πως στην άκρη του δρόμου σκάει μύτη ένας κορίτσαρος.
- Ωχ τα πόδια, ασ' τα κει, κωλεοί!
- Τι λες ρε;
- Κοίτα στην άκρη του δρόμου και θα καταλάβεις.

(από jimakos, 04/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα αρχικά της υπηρεσίας που σήμερα ονομάζεται Ε.Κ.Α.Β., τα οποία μάλιστα είχαν τυπωθεί και σε ασθενοφόρο πριν οι υπεύθυνοι συνειδητοποιήσουν το τραγικό τους λάθος. Προερχόταν από τα αρχικά των λέξεων Κέντρο Αμέσου Βοηθείας Λεκανοπεδίου Αττικής. Όταν το κατάλαβαν το όνομα άλλαξε αμέσως.

Πάρε τηλέφωνο το Κ.Α.Β.Λ.Α. γρήγορα! Ο πατέρας σου παθαίνει ανακοπή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία