Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H αναζήτηση ταλέντων στις μικρές ηλικίες, στο πεδίο του μουνιού. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία διακρίνονται οι πολλά υποσχομένες μεταξύ της νέας εσοδείας θηλέων. Μπορεί γενικά να γίνεται του μουνιού το πανηγύρι, παρ' ολ' αυτά (ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό) πολλοί προτιμούν να εργάζονται μεθοδικά.

Να σημειωθεί εδώ ότι επειδή οι γυναίκες πλέον ξετζανώνουν και ξεψωλίζουν νωρίς, οι ηλικίες στις οποίες αναφέρεται το scouting επίσης κατεβαίνουν. Οπωσδήποτε ένα είδος διαλογής γίνεται σε κάθε χώρο που σκάνε φουρνιές νέων γυναικών (πανεπιστήμια, γυμναστήρια, εταιρείες, διαχρονικά καμακομάγαζα κλπ), αλλά αυτή η διαλογή, από μια ηλικία και μετά, δεν αξίζει και τόσο τον τίτλο του scouting, γιατί δεν γίνεται να θεωρείσαι ταλέντο στα 25 σου, όπως λέει και το αθλητικογραφικό κλισέ. Λ.χ. scouting proper θεωρώ ότι κάνουν τα λυκειόπαιδα (και δη τα μπακούρια, που οι συνομήλικές τους δεν τους υπολογίζουν) στα κορίτσια των συστεγαζόμενων γυμνασίων. Ο όρος είναι άλλωστε αρκετά λυκειακός.

Αλλά ΟΚ, γιατί αν κανείς γουγλίσει τους όρους «scouting» και «γκόμενες» μαζί, του βγάζει αποτελέσματα από ιστοσελίδες με αντικείμενο ξεκάθαρα το χοροθέατρο (bourdela.com, ierodoules.com), οπότε ο όρος πρέπει να παίζει πολύ μεταξύ μπουρδελιάρηδων, εφόσον εκεί υπάρχει πράγματι και η επαγγελματική προοπτική για το διακριθέν ταλέντο.

Να σημειωθεί ακόμα ότι το ίδιο το scouting ταλέντων χρειάζεται ταλέντο. Δεν είναι λίγες οι φορές που το scouting ανατίθεται σε επαγγελματίες, φίλους δηλαδή, που τους ενδιαφέρει και το κουράζουν το θέμα με την καλή έννοια, κινητοποιώντας θεούς και φατσοβιβλία προκειμένου να έχουν εικόνα από το πεδίο, άσχετα αν έχουν και οι ίδιοι αποτέλεσμα (συνήθως ο καλός scouter δεν είναι και τόσο ικανός κουνελοπνίχτης, δουλεύει για τους άλλους και η ηδονοβλεπτική τάση του αυτονομείται).

Ο όρος χρησιμοποιείται με αυτή τη σλανγκική έννοια, έχοντας πάρει μεταγραφή από τον χώρο του αθλητισμού. Σχετικά με την προέλευση και ετυμολογία του αγγλικού όρου, βλ. εδώ.

Προτάσεις για εξελληνισμό του όρου; Υπάρχει ήδη ελληνικός ανάλογος;

- Θα ξέρουμε καμία εκεί πέρα;
- Μην ανησυχείς, στα πρωτοετά έχει γίνει λεπτομερές scouting.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία