Επιπλέον ετικέτες

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

στειλιάρι, στυλιάρι

Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.

Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.

Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.

Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.

  1. Εμμανουελα το καυλωτικο μελαχρινο στυλιαρι με την ποντικοφατσα και το ανυπαρκτο στηθος, εχει τιμηθει με σουπερ εντυπωσεις.
  2. Μπαίνοντας μέσα βλέπω το στυλιάρι που ακουει στο όνομα χυστίνα.
  3. συγχρόνως μου έκανε τσιμπούκι, μέτριο θα έλεγα! Είχα καυλώσει πολύ όμως με το στυλιάρι και της είπα να ανέβει από πάνω... (Όλα από μπουρδελοσάη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νέος που ειδικεύεται στο φόρτωμα μπάζων, ή αλλιώς στην εκούσια σεξουαλική συνεύρεση με νεαρές «εξαιρετικά αμφιβόλου» εξωτερικής εμφάνισης. Τα τελευταία χρόνια, το πρόσωπο του έχει λάβει μυθικές διαστάσεις, έχοντας γίνει αντικείμενο λατρείας για χιλιάδες μπάζα που βλέπουν στο πρόσωπο του την ελπίδα για κατακλυσμιαίους οργασμούς. Ιδιότυπος τόπος λατρείας καθίσταται κάθε είδους εργοτάξιο ανά την υφήλιο, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται από τις νεαρές ως «το μνημείο του αγνώστου χωματουργού».

- Ψηλέ, έχασες χτες! Ο τύπος ξηγήθηκε χωματουργική εργασία!
- Έλα ρε, ο χωματουργός; Πάλι μπάζωμα;
- Αυτό δεν ήταν μπάζωμα, ήταν κατεδάφιση, εκσκαφή, εκβραχισμός και ισοπέδωση!!!
- Καλά μιλάμε ο τύπος είναι Caterpillar και Bob Cat μαζί !!!

Στη φώτο διακρίνεται η Μέκκα της λατρείας του Χωματουργού (από zvintzos, 31/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξεπεταγμένο νεαρό τσουλάκι που έχει προοπτικές για κοντοπούτανο.

Αν έρθει η Μαρία να φέρει και την αδερφή της μαζί, το τσιμπουκουβρίδιο, είναι να σου παίρνει πίπες όρθια η τύπισσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία