Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;
Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;
βλ. και πούστης
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο παιδεραστής. Χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για άντρες που τους αρέσουν οι μικρότερες γυναίκες.
- Τον είδες τον Παναγιώτη με την εικοσάχρονη που κυκλοφορεί; - Ναι τον παιδέρα, αυτή θα μπορούσε να είναι κόρη του! - Εντάξει μωρέ, καλά τρώει αυτός, καλά του τα τρώει και αυτή, τα βρίσκουν!
Δες και κομμέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Περίοδος αγαμίας.
- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.
βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Η γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που της αρέσουν οι νεαροί άντρες.
- Θα βγω με την Κική, που γνωρίσαμε της προάλλες, σήμερα το βράδυ. - Μα αυτή έχει τα διπλά σου χρόνια. Κατάλαβα, πάλι σε τεκνατζού έπεσες, θα σε ρουφήξει κανονικά, μισός θα μείνεις!
Δες και τεκνό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μεταφορικά, το συμπαγές σπέρμα.
- Έπαιξα μία για πάρτη της εχθές και γέμισα τον τόπο τυριά.
- Μήπως έχεις τίποτα χλαμύδια ρε φίλε;
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Περιγελαστικά, ότιδήποτε άρρωστο έχει φυτρώσει στο αιδοίο μιας γυναίκας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!