Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κάβα είναι η φύλαξη, το κράτημα από νυχτερινό μαγαζί μιας μισοπιωμένης φιάλης ουίσκι ή άλλου ποτού, ώστε να την πιει η ίδια παρέα όταν ξανάρθει. Παραγγέλνεις δηλαδή το μπουκάλι με σκοπό να το πιεις και εννοείται ότι θα το πληρώσεις ολόκληρο. Για κάποιο λόγο όμως τελικά το τραπέζι σηκώνεται να φύγει ενώ το έχετε φτάσει στη μέση. Αντί να χαλαστείς για τη ζημιά, το μαγαζί θα σου το κρατήσει για την επόμενη φορά.

Εννοείται ότι το μαγαζί είναι πάνω-κάτω «δικό σου», ή έστω πηγαίνεις συχνά, γιατί η όλη συνεννόηση στηρίζεται στα λόγια και στην εμπιστοσύνη.

Επίσης, τεκμαίρεται ότι αφήνεις συνήθως το μπουκάλι στη μέση, το ίδιο και το αναζητάς. Ούτε ο πελάτης, ούτε το μαγαζί θα κάνει κουβέντα για ένα δάχτυλο περισσότερο ή λιγότερο, ως εκεί όμως. Δηλαδή αν σου φέρουν την επόμενη φορά ελαφρώς λιγότερη ποσότητα από όση θυμάσαι να έχει μέσα, το δέχεσαι και τέλος.

Άλλωστε, πιθανώς δεν θα σου φέρουν στ' αλήθεια το ίδιο μπουκάλι (γιατί κάποιος θα το έχει χρησιμοποιήσει), αλλά αυτό που έχουν ανοιχτό εκείνη τη στιγμή, αν είναι μισογεμάτο, ή την κάβα κάποιου άλλου.

Με νομικούς όρους, το κράτημα της κάβας είναι παρακαταθήκη. Βέβαια, το ορθότερο μάλλον είναι να πούμε ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όπως συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη. Στην δεύτερη περίπτωση σιωπηρά συμφωνείς ότι το μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιήσει το μπουκάλι για άλλον πελάτη, αλλά πρέπει να σου φέρει ένα απολύτως αντίστοιχο σε ποσότητα και ποιότητα (ΑΚ 822-830).

Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά: δεν χρησιμοποιώ κάτι και το φυλάω, κρατάω καβάντζα, κρατάω μια σημείωση στο μυαλό μου για αργότερα ή «τη φυλάω» κάποιον (να του κάνω κάτι, συνήθως κακό).

Κάβα είναι η γνωστή λέξη για την αποθήκη ποτών.

  1. Από τον ορισμό του λήμματος βασίλης:

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

  1. Από εδώ:

« [...] Είναι ντροπή να φεύγεις και να μην έχεις αδειάσει το μπουκάλι. [...]» Η κουβέντα ήταν όχι τόσο κυριολεκτική, όσο μεταφορική και τώρα που έφυγε κι ο ίδιος από το τραπέζι, νομίζω ότι κι αυτός δεν το κατέβασε όλο το μπουκάλι που είχε να πιει στον Ολυμπιακό, αλλά άφησε μια κάβα για τον επόμενο θαμώνα.

  1. Από εδώ:

Ευχαριστώ τους πάντες για τις μουσικές προτάσεις. Προτίμησα αυτά τα 2 σύντομα τραγούδια και τα μεγάλα τα κράτησα κάβα για το βιντεάκι που θα του φτιάξω όταν τον ανακυρήξετε MVP του μήνα όπως τον Λίνας και τον Τζός!

  1. Από εδώ:

Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Μαρούσι ότι διάβασε για το άρθρο 26 ότι παραγράφεται σε έναν μήνα. Το κράτησα κάβα... Το τσέκαρα... Όντως το αναφέρουν αρκετοί... Σήμερα όμως το ανέφερε και ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας, για την υπόθεση με τα στημένα...

  1. Από εδώ:

Ξεφύλλισα την ατζέντα μου για να επιβεβαιώσω ότι αυτό το σαββατοκύριακο δεν θα χρειαζόταν να ευχηθώ σε κανέναν «να ζήσει». Το «πάντα άξιος» το κράτησα κάβα για το παιδί που θα κατάφερνε να μου εξασφαλίσει μια ξαπλώστρα και αυτό το σαββατοκύριακο στην παραλία των ρεζερβέ.

  1. Από εδώ:

Ακόμα δεν ήρθε κι άρχισε τις μεγάλες δηλώσεις ο Ζεάν Μακούν. Ο Καμερουνέζος μας ενημέρωσε ότι έχει κρατήσει ...κάβα ένα γκολάκι για τη Μαρσέιγ στην πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεράστια μαλακία-έκφραση, που λανσαρίστηκε από την τηλεοπτική σειρά «Δέκα Μικροί Μήτσοι» του Λάκη Λαζόπουλου (αρχές-μέσα '90). Χρησιμοποιούνταν με την έννοια του «πάμε έξω;».

- Ουφ... το βαρέθηκα το dungeons and dragons... πάμ' πλατεία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «Χασμωδείον» είναι εδώ και 2μιση μήνες το κλασικό πια στέκι για όλους όσους θέλουν να ακούσουν παραδοσιακές ελληνικές μουσικές από τη Θούλη μέχρι τη Βακτριανή, να απολαύσουν χειροποίητους μεζέδες (δοκιμάστε ειδικά το απάκι από άρκαλο, και συνοδέψτε το με γεροντάκο) και καταπληκτικό ρακόμελο. Ο Τάλκης και η Γέλη αφήνουν το χειμώνα το σπιτικό τους στις Μπαρικάδες και μεταφέρουν στην καρδιά της Αθήνας όλη την ατμόσφαιρα και τη χαλαρότητα της Ιφκίνθου.

- Περάσαμε τέλεια στο Χασμωδείον... 4 η ώρα φύγαμε!
- 4 η ώρα το πρωί στο καφενείο;
- Δεν είναι καφενείο, ρακομελάδικο...
- Είσαι καθιστός ή όρθιος;
- Καθιστός...
- Εμ, φιλενάδα, γι' αυτό το κίνημα πάει κατά διαόλου. Χαθήκανε τα μπάρζ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγλιά. Στα αγγλικά σημαίνει κυρίως το επιδόρπιο (< επί + δόρπον = απογευματινό φαγητό στα αρχαία). Οπότε μπορεί να εννοηθεί ως υπονοούμενο και το ό,τι ήθελε προκύψει, το γαμήσι μετά το καλό γεύμα. Γενικότερα, οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται «μετά».

Πάω Μέγαρο και άφτερ στα μπουζούκια.

Πάω κλαμπ και άφτερ για φραπέ.

Πάω για πρωινό φραπέ και άφτερ στην δουλειά.

(από Khan, 12/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικά με τον όρο αυτό νοείται ένα λάιτ είδος πορνείας που δεν περιλαμβάνει κατά κανόνα σεξουαλική επαφή. Ακολουθούν διάφορες σημασίες ξεκινώντας με την κύρια, από την οποία προέρχονται και οι υπόλοιπες, με διαφόρους βαθμούς εκπόρνευσης η κάθε μία.

  • Η μικράς διαρκείας πληρωμένη γυναικεία συντροφιά που παρέχεται σε ορισμένα είδη νυχτερινών μαγαζιών.

Είναι προφανές ότι η λέξη είναι γαλλική καθώς η συγκεκριμένη πρακτική μας έρχεται από το Παρίσι. Consommation λοιπόν στα γαλλικά σημαίνει κατανάλωση. Τίνος πράγματος; Μα φυσικά ποτών. Στα καμπαρέ του Παρισιού λοιπόν (τα γνήσια, τα καταγώγια, όχι αυτά που δείχνει κάθε πρωτοχρονιά στην κρατική τηλεόραση) το χαρτί δεν έβγαινε από τα μπαλέτα -αυτά ήταν το μεζεδάκι για την όρεξη- αλλά από τα ποτά που κερνούσαν οι πελάτες στις καμπαρετζούδες. Όσο πιο μεγάλη κατανάλωση έκανε ο πελάτης τόσο πιο πολλά έπαιρνε η καμπαρετζού.
Το σπορ γρήγορα πέρασε και στην Ελλάδα με ανάλογα καμπαρέ που δημιουργήθηκαν στην Τρούμπα (βλ. πολλές ελληνικές ταινίες).
Στη χρυσή εποχή του σκυλάδικου πέρασε στα σκυλάδικα για να καταλήξει τελικά στα '80ζ σε εξειδικευμένα πλέον μαγαζιά που λέγονται στην επίσημη αργκό παμπ, αλλά ο πολύς ο κόσμος τα ξέρει ως κωλόμπαρα ή κωλάδικα ή K-bar (προφ. κέι μπαρ - κατά το γκέι μπαρ).

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

Ας δούμε επιτροχάδην πώς γίνεται το νταλαβέρι.

Ο πελάτης μπαίνει στο χώρο. Πάει και κάθεται σε ένα σαλονάκι. Ανάβει ακαριαία τσιγάρο. Κοιτάει στο μπαρ όπου κάθονται τα κορίτσια τα οποία πιο παλιά λέγονταν κονσοματρίς αλλά ο όρος πλέον έχει εκλείψει ολοκληρωτικά. Σήμερα λέγονται απλά μπαρόβιες. Αν καρφώσει μία, εκείνη σηκώνεται και πάει στο σαλονάκι. Αν πάλι δεν κοιτάξει προς τις κοπέλες για πέντε λεπτά, έρχεται μια οποιαδήποτε. Κάθεται δίπλα του και του πιάνει την κουβέντα, «Πώς σε λένε» και τέτοια. (Με μια πιθανότητα της τάξης του 99,99% η δεύτερη ερώτηση είναι «Τι ζώδιο είσαι;»). Στα καπάκια έρχεται το γκαρσόνι για παραγγελία. Ο πελάτης λέει τι θέλει. Τότε λέει κι η κυρία το σύνθημα: «θα με κεράσεις ένα ποτό;» Ο πελάτης γνέφει θετικά. Το γκαρσόνι επιστρέφει με τα ποτά. Του πελάτη είναι κανονικό (σε μέγεθος, γιατί σε περιεχόμενο είναι νιτρογλυκερίνη), αλλά της κοπέλας είναι πιο μικρό και δεν έχει ποτό, αλλά νερό με λίγη κοακόλα, διάλυμα που μοιάζει οπτικά με ουίσκι. Παράλληλα της αφήνει δύο μάρκες. Αυτό γιατί το ποτό της κοπέλας θεωρείται διπλό. Αν ο πελάτης είναι σπαγγοράμα και ήθελε να την κεράσει μονό, όφειλε να το διευκρινήσει από πριν. Η κοπέλα κάθεται και μιλάει με τον πελάτη όσο διαρκεί το ποτό της, συνήθως 5 λεπτά αν έχει κόσμο και 10 αν είναι χαλαρά. Για να επιταχύνει το τελείωμα του ποτού της αλλά και του πελάτη αλλά και για να τον μεθύσει κάνει συνέχεια «γεια μας». Μόλις τελειώσει ζητάει δεύτερο και ο κύκλος συνεχίζεται από την αρχή. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να χαλάσει ένα ολόκληρο μηνιάτικο μέσα σε λίγη ώρα. Μια καλή μπαρόβια μπορεί πάλι να βγάλει ένα μηνιάτικο σ' ένα βράδυ. Η κοπέλα πληρώνεται στο τέλος της βραδιάς εξαργυρώνοντας τις μάρκες που έχει μαζέψει. Επειδή όμως, όσο νερό κι αν πίνει με τους πελάτες, θα πιει και τα ποτά της και θα γίνει λίγο γκολ, κι επειδή οι καταστηματάρχες σε αυτά τα μαγαζιά δεν είναι και η καλύτερη πάστα ανθρώπου, εννοείται ότι θα πέσει και η απαραίτητη σφαγή, είτε με κακή καταμέτρηση, είτε με απευθείας σούφρωμα μαρκών από την καβάντζα της κοπέλας. Γι' αυτό οι πιο ψαγμένες κρατάνε τις μάρκες σε τσαντάκι πάνω τους. Επίσης, αν το αφεντικό θέλει να εξασφαλίσει τη μέθη της κοπέλας, είτε για να τη ρίξει στις μάρκες είτε γιατί τη θέλει πιο διαχυτική με τους πελάτες, όταν εκείνη ζητάει κανονικό ποτό, εκείνος της βάζει από το πετρέλαιο των πελατών κι όχι από το γνήσιο που έχει για το προσωπικό.

Σημειώσεις:
Η κονσομασιόν δεν περιλαμβάνει σεξουαλική επαφή. Κανένα κωλόχερο είναι συνήθως επιτρεπτό. Κάποιες μπαρόβιες, αλλοδαπές κυρίως, επιτρέπουν μέχρι και προχωρημένο μπαλαμούτιασμα, κάτι που όμως θεωρείται ανεπίτρεπτο από το συνάφι γιατί χαλάει την πιάτσα. Γενικά έχει αποδειχτεί ότι το φάτε μάτια ψάρια είναι πιο προσοδοφόρο από τη βίζιτα και γι' αυτό έχει ανθήσει σε τέτοιο βαθμό αυτός ο θεσμός στη χώρα μας.
Κονσομασιόν γίνεται επίσης και στα στριπτιζάδικα, παράλληλα με το λαπ ντανς. Γίνεται επίσης και σε παρακμιακά σκυλάδικα. Με μια πιο χαλαρή έννοια γίνεται ακόμα και σε καφενεία από τη μία και μοναδική μπαργούμαν που υπάρχει και χωρίς μάρκες φυσικά.

  • Η περατζάδα που κάνει η τραγουδιάρα του σκυλάδικου στους καλούς πελάτες.

Επειδή οι καλές φωνές σπανίζουν, η μέση τραγουδιάρα πρέπει με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει το νυχτοκάματο. Έτσι εκτός από το καθαρά οπτικό σώου που δίνει στην πίστα, είναι υποχρεωμένη να περάσει κι από μερικά τραπέζια και με την εντυπωσιακή παρουσία της να ανεβάσει τους αγρότες ώστε του χρόνου που θα ξαναπουλήσουν το μπαμπάκι να έρθουν και να τα ξανακουμπήσουν στο μαγαζί.
Αντίστοιχη υποχρέωση βέβαια έχουν και οι σοβαροί καλλιτέχνες. Μια γύρα, όπως και να 'χει, θα την κάνουν.

  • Το να κάνει γύρες στους πελάτες το αφεντικό οποιουδήποτε μαγαζιού διασκέδασης (από ταβέρνα μέχρι μέγαρο) και να πίνει μαζί τους.
  • Γενικά, σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, το να βγαίνεις με πελάτες ή να αποκτάς τα οποιαδήποτε είδους κολλητιλίκια, για να κλείσεις μια δουλειά.

Σημείωση: Το κέρασμα σφηνακίων ή ποτού δεν θεωρείται κονσομασιόν.

  • Ειδικά για ηθοποιούς, η εμφάνιση προ της πρεμιέρας του έργου σε οποιαδήποτε τηλεοπτική εκπομπή τους δεχτεί.

Ο ηθοποιός έχει υποχρέωση να παραβρίσκεται ως γλάστρα σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής και να σχολιάζει και καμιά μαλακία πού και πού. Σε αντάλλαγμα ο παρουσιαστής τον αφήνει στο τέλος να πει για την παράστασή του και να αναφέρει όλους τους συντελεστές της από σκηνοθέτη μέχρι ταξιθέτρια. Η αναφορά στους συντελεστές γίνεται πάντα με δύο άρθρα, ένα προ του ονόματος και ένα προ του επωνύμου.

  • Ειδικά για πολιτικούς, το σύνολο των πραγμάτων που κάνουν δημόσια (κόψιμο κορδελών, βαφτίσεις, επισκέψεις σε νοσοκομεία/ΚΑΠΗ/σχολεία, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, Πάσχα με φαντάρους, και φυσικά τελευταίο αλλά όχι λιγότερο η περατζάδα στα παράθυρα των καναλιών).

Σημείωση: Στα σοβαρά κόμματα το κομσομασιόν δεν γίνεται χύμα αλλά βάσει σχεδίου υπό τις διαταγές ενός σκιώδους ειδικού που λέγεται spin-doctor ο οποίος προσλαμβάνεται από τους ανθρώπους που πραγματικά ελέγχουν την παράταξη (μεγάλοι χρηματοδότες). Όλα τα κομματικά στελέχη (από υποψήφιο βουλευτή στην πινέζα μέχρι πρωθυπουργό) είναι υποχρεωμένα να υπακούν απόλυτα στις προσταγές του spin-doctor και να κάνουν/λένε/φοράνε ό,τι τους πει αυτός.

  1. ~ Καλησπέρα!
    - Καλησπέρα!
    ~ Πώς σε λένε;
    - Άλκη! Εσένα;
    ~ Νατάσα! Τι ζώδιο είσαι;
    - Καρκινάκι! Εσύ;
    ~ Σκορπιός! Θα με κεράσεις ένα ποτό;
    (Νεύει καταφατικά. Εκείνη σηκώνει το χέρι στο μπαρ και δείχνει με τα δάχτυλα τον αριθμό 2)
    ~ Τι δουλειά κάνεις;
    - Έχω σπουδάσει ΙΕΚ, πληροφορική!
    ~ Κι εγώ έχω σπουδάσει χημικός μηχανικός στη Μόσχα!
    - Αλήθεια;
    ~ (Προφανώς όχι ρε μαλάκα) Ναι! Έλα, γεια μας!
    - Γεια μας!

  2. ~ Και δεν μας είπες, τι κάνεις φέτος;
    - Λοιπόν, ανεβάζουμε μια πολύ ωραία παράσταση, το «Σσεάουρ για δυλσεκιξούς», του Κουέντιν του Ταραντίνο, με την Ούμα τη Θέρμαν, το Τζων τον Τραβόλτα, το Σάμιουελ το Τζάκσον, το Μπρους το Γουίλις, το Στήβεν το Γουώκεν, τη Ροζάνα την Αρκέτ, σε σκηνικά κουστούμια του ...να τους πω και τους άλλους;

  3. Spin doctor του κόμματος: Ο Πρωθυπουργός παραπονιέται ότι έχεις καιρό να κάνεις κονσομασιόν.
    Υπουργός: Ρε Μήτσο είχα κάτι προσωπικά τελευταία.
    S.D.: Κοίτα μαλάκα να βαφτίσεις κάνα μπαστάρδι και να βγεις σε κάνα παράθυρο γιατί σε βλέπω να παίρνεις χοντρό πουλί στον επόμενο ανασχηματισμό. Άντε γιατί πολύ το παραχέσαμε εδώ μέσα.
    Υπ: Ναι ρε Μήτσο! Έγινε! Μην πεις τίποτα στο Μεγάλο! Να, παίρνω την Όλγα τώρα!

[Κουίζ: Βρείτε ποια ταινία φωτογραφίζω στο παράδειγμα Νο 4! Οι τρεις πρώτοι θα λάβουν δωρεάν αναγραμμαντισμό!]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κλαμπ που παίζει ελληνικά κομμάτια. Είναι μία μέση λύση (για άλλους χρυσή, για άλλους όχι the real thing) ανάμεσα αφενός στα κλαμπάκια με ξένα και αφεδύο στα μπουζούκια, που είναι ακριβά και ενίοτε ασύμφορα. Ένα άρθρο εδώ εξηγεί πολύ καλά την ανάπτυξη, εξέλιξη και το ρόλο που βαράει το ελληνάδικο, και θα παραθέσω κάποια κομμάτια για να μπούμε στο κλίμα.

Τα ελληνάδικα κρατάνε το clubbing ζωντανό. Η χρυσή τομή ανάμεσα στα club και τα μπουζούκια βρέθηκε και αρέσει και σε πάρα πολύ κόσμο απ’ ό,τι φαίνεται. Προσπάθησε να θυμηθείς λίγο την εξέλιξη των ελληνικών τραγουδιών στα club της πόλης. Το πώς δηλαδή έφτασαν τα ελληνικά από μία μικρή παρανυχίδα στο πρόγραμμα των club να φτάσουν να αποτελούν το ίδιο το club. Με τα μπουζούκια και τις μεγάλες πίστες σε ύφεση, υπήρχε ένα κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Και φαίνεται ότι τα ελληνάδικα έχουν βαλθεί να πάρουν την πίτα της νύχτας μπροστά τους και να την μοιραστούν μεταξύ τους. Εν αρχή ην το 15λεπτο. Αυτό ήταν και τίποτα παραπάνω στα club των 90ς. Μια δεκαπεντάλεπτη σφήνα ήταν τα ελληνικά στο πρόγραμμα των club και μάλιστα όχι όλων των club, εκεί γύρω στις 3-4 η ώρα και με τον κόσμο να χρειάζεται αυτή την έκλαμψη τσιφτετελιού για να ξεδώσει λίγο. Στα mainstream club το δεκαπεντάλεπτο δεν άργησε να γίνει μισάωρο και ύστερα δύο μισάωρα με πολλούς από τους θαμώνες που στοιβάζονταν αδιάφορα στα τραπέζια κουνώντας το πολύ λίγο τα γόνατά τους στα house ακούσματα, να τινάζονται κραδαίνοντας χέρια στον αέρα ως άλλοι πολεμοχαρείς σε κάθε σουξέ. Δεν θα άκουγες πολλά ελληνικά. Ή τουλάχιστον αυτά που θα άκουγες θα ήταν κάποια remix σε λαϊκά τραγούδια ώστε να μην ξεφεύγουν πολύ από το πρόγραμμα. Λες και η αλλαγή από Moloko σε Γονίδη θα ήταν ομαλή επειδή το Καταιγίδα είχε γίνει remix. Αλλά ο Έλληνας το ήθελε το λαϊκό του εκεί ανάμεσα στον Spiller και τους Masters at Work. Ήθελε να χορέψει το «Κάτι» της Γαρμπή, να τραγουδήσει το «Σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο» της Βανδή, να μερακλώσει και λίγο με μια uptempo εκδοχή του «Φεύγω» του Γιώργου Μαζωνάκη. [...] Τα ελληνάδικα που ήρθαν για να μείνουν. [...] Γιατί το ελληνάδικο προσφέρει ακριβώς αυτό. Το «μεράκλωμα» ενός μμπουζουκτζίδικου χωρίς την υψηλή ταρίφα και τις μαρτυρικές καρέκλες στα τραπέζια. Πλέον έχεις τον καναπέ σου. Και την μπάρα σου αν είσαι τύπος που θα κάτσει στην μπάρα. Ναι, οκ, το δέχομαι ότι είναι μεγάλο πλήγμα να μην βλέπεις τον καλλιτέχνη επί σκηνής. Αλλά δεν πειράζει. Τον έχει δει μια φορά και φτάνει. Κι άλλωστε ακόμα και στα μπουζούκια πόση ώρα έχεις πια το βλέμμα σου στην σκηνή; Τα ελληνάδικα σού δίνουν αυτό το ποτ πουρί που θες από τα ελληνικά τραγούδια. Γιατί ναι, η καλύτερή σου φάση ακόμα και σε live εμφανίσεις δεν είναι όταν ο καλλιτέχνης επί σκηνής τραγουδάει τις μεγάλες δικές του επιτυχίες. Η καλύτερή σου φάση είναι εκεί στις 4 το πρωί όταν αρχίζει να λέει τραγούδια άλλων, πιο λαϊκά, πιο διασκεδαστικά. Το ελληνάδικο σου επιτρέπει να τα σπάσεις με όλους σου τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Να το γυρίσεις από Πάολα σε Ρέμο κι από Μαζωνάκη σε Παντελίδη. [...] Την θέλει την τέχνη του να είσαι dj ελληνικών κομματιών με την τόση ασυμφωνία μελωδιών και χαρακτηριστικών. Κι αυτά τα remix που τώρα αποθεώνεις στα ελληνάδικα κάθε βράδυ, όταν τα έφτιαχνε εδώ και τόσα μα τόσα χρόνια ο Νίκος Χαλκούσης, τα θεωρούσες απλά και δεδομένα. Τα ελληνάδικα ανθίζουν. Και φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Σε όποια περιοχή κι αν είσαι έχεις την επιλογή σου. Β’ Παθολογική στο κέντρο, το Boutique Ελληνάδικο στη Φιλελλήνων, το Φροντιστήριο στη Δάφνη, το Ola Ελληνικά, το Απλά Ελληνικά και το Συνεργείο στα Νότια, το El Greco στο Κολωνάκι και το Έντεκα και Κάτι στο Μαρούσι. [...] Όχι, δεν θα πεθάνουν τα μπουζούκια. Δεν γίνεται να πεθάνουν τελείως. Και νομίζω ότι η τωρινή τους κατάσταση είναι το χείριστο σημείο. Κάτι σαν τις αθλητικές εφημερίδες που νιώθεις ότι είναι απλά πάρα πολλές και πρέπει κάποιες να κλείσουν για να υπάρξει υγεία. Έτσι και με τα μπουζούκια. Δεν με νοιάζει. Ας μαζευτούν όλοι σε ένα πρόγραμμα. Ας μείνουν ανοιχτά τα πολύ μεγάλα μαγαζιά κι ας έχουν μια dream team να τραγουδάει. Να νιώθεις ότι τα 30 σου ευρώ θα πιάσουν τόπο γιατί το πάρτι θα έχει πολλούς οικοδεσπότες επί σκηνής. Μέχρι τότε ο κόσμος θα είναι στα ελληνάδικα. (Εδώ).

Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  1. καλημέρααα φίλη μου!! Πήγα βέβαια.. είμαι με 3 ώρες ύπνο, άστα πήγαμε σε ελληνάδικο μετά, 20 ώρες στο πόδι!! Ήταν τέλεια! (Από το Ινσταγκράμι).
  2. Πήγαμε σε Ελληνάδικο "ΑΣΤΕΡΙΑ" στο οποίο δεν κάτσαμε καθόλου στις καρέκλες!!! Όλη την ώρα στην πίστα ήμασταν!! (Εδώ).
  3. Σάββατο βράδυ πήγαμε την πήραμε και πήγαμε σε ένα ελληνάδικο. Εκεί γινόταν ο χαμός από κόσμο. Χορεύαμε και κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι να χουφτώνει τον πούτσο μου. Γύρισα και είδα την Βάσω να μου πιάνει τον πούτσο ενώ η Σοφία είχε πάει τουαλέτα. -«Τι κάνεις εκεί ρε Βάσω;» (Η συνέχεια στο X-stream).

Πολύ δευτερευόντως, μπορεί να χαρακτηρίσει εστιατόριο με ελληνική κουζίνα ή ό,τι ελληνικό, λ.χ. ραδιοφωνικό σταθμό με ελληνικά τραγούδια, αλλά είναι τριτοτέταρτες σημασίες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταβερνιέ ή ταβερνιόν (Tavernier-Tavergnon) είναι το εκλεκτό βαρελίσιο κρασί που διαθέτουν οι ταβέρνες και ο τύπος που μας παίρνει παραγγελία το προτείνει πάντα. Είναι σαφώς ανώτερο από όλα τα γαλλικά-ιταλικά-λατινοαμερικάνικα νερά με γεύση που κυκλοφορούν στην αγορά (και που φυσικά τα διαθέτει η ταβέρνα αλλά ο σερβιτόρος μας έκοψε για έξυπνα παιδιά για να χαραμιζόμαστε με τέτοια ποτά) και τις περισσότερες φορές το έχει φτιάξει ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη στο χωριό του.

Σερβίρεται συνήθως σε κόκκινο τσίγκινο καραφάκι «αυτοπλυνόμενο» αφού «ποιος ανώμαλος θα πιει κατευθείαν από την κανάτα (για το νερό) ή από το καραφάκι για να το πλύνουμε;». Φυσικά έχει την ιδιότητα να γίνεται ό,τι προστάξει ο πελάτης: Μπρούσκο; Μπρούσκο! Ημίγλυκο; Ημίγλυκο! Γλυκό; Γλυκό! Κάτι-ελαφρύ-γιατί-εγώ-θα-οδηγήσω-και-δε-θέλω-να-πιω-πολύ; Όλο αυτό! Ακόμη δεν έχει εφευρεθεί μείγμα που να γίνεται αυτόματα κόκκινο και λευκό αλλά πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

(Ο Τάκης περνάει να δει το φίλο του Στέλιο και τον βλέπει λιώμα)

Τ: Τι έπαθες ρε Στέλιο κι είσαι έτσι; Ποιός ξέρει τι ήπιες πάλι χτες.
Σ: Άσε ρε φίλε, 3 ποτηράκια ταβερνιέ ήπια και είδα τον Τζόνι να παλεύει με την πέρδικα, κομμάτια σου μιλάω.
Τ: Ωχ... τι ποικιλίας ήταν;
Σ: Κυρ-Διονύση, που έχει «Το Σπίτι Του Καλοφαγά».
Τ: Τα ήθελε ο κώλος σου αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είναι συνέταιρος σε εταιρεία υγρών καυσίμων. Κάτσε να σε περιποιηθεί ο χανγκάιβερ και να νιώσεις στο πεντάλεπτο. Πες μου τώρα αν έχεις πούπουλα κότας αλανιάρας, φωτογραφία του Μάικλ Τζάκσον χωρισμένη σε πριν-μετά, 3 εμ εν εμς κίτρινα χωρίς φιστίκι, ένα βιβλίο που να γράφει μέσα τη λέξη «συναμφότερον» και τα αρχίδια να χορέψεις γυμνός γύρω από ένα χιονάνθρωπο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφ εκ του αγγλικού after (βλ. και άφτερ), είναι το -άδικο μέρος, όπου πας μετά, δηλαδή επακριβώς στις αργάμιση, ή μετά από κάτι, δηλαδή αφτερότερα. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση είναι το afterhours club αλλά στα ελληνικά το αφτεράδικο μπορεί να σημάνει κάπως διαφορετικά πράγματα.

Μπορεί να είναι ένα μπαράκι ή κλαμπάκι που το ξενυχτάει όλη τη νύχτα, όσο πάει.

Ή κάποιο μέρος που πας μετά το ξενύχτι και το ξεσάλωμα, για να στανιάρεις από την κραιπάλη, και να φας κάτι όπως πατσά, ή κάτι βρώμικο, που θα σε συνεφέρει από το μεθύσι, κάνοντας τα διάφορα κόλπα που γνωρίζουν οι χανγκάιβερ. Ως προς αυτή τη δεύτερη σημασία βλέπε τα κάτωθι παραδείγματα:

1.Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι τον πατσά, το Αυτόφωρο της Αλεξάνδρας είναι εκείνο το «πήγε κιόλας 6...κοντεύει να ξημερώσει, πιάσε μία πατσές και ποδαράκια» ξημέρωμα που μαζί με την παρέα σου σας έχει βρει να μετράτε αστείες στιγμές από το περασμένο βράδυ, τη χυλόπιτα που σας έδωσε μια αγέλη κοριτσιών και πολλά άλλα. (Εδώ).

2.Το πιο ιστορικό αφτεράδικο της πόλης. [...] “Εκείνες τις εποχές η νύχτα ζούσε μεγάλες στιγμές. Έβγαιναν παρέες 15-20 άτομα, πήγαιναν μπουζούκια, ξόδευαν λεφτά και μετά ερχόντουσαν εδώ και ξόδευαν άλλα τόσα. Τσακώνονταν ποιος θα κεράσει τον άλλον. Παλιά εδώ είχαμε ουρές. Έπαιρνε ο άλλος την σούπα και την έτρωγε στο αμάξι έξω γιατί δεν είχε τραπέζι. Κάποια περίοδο είχα και πορτιέρη γιατί τσακώνονταν ποιος θα μπει. Ήταν και λίγο μεθυσμένοι από πριν και καταλαβαίνεις. Αίμα κι άμμος ήταν τότε. Όλη η Αθήνα, ένα τεράστιο πάρτι”. (Αναπόληση εϊτίλας εδώ).

3.έτσι από το να μαζεύεται και ο ίδιος σε άλλα στέκια, έφτιαξε αυτός το καλύτερο αφτεράδικο σουβλάκι και μαζεύει όλους τους φίλους του ιδιοκτήτες από νυχτερινά μαγαζιά και τους εργαζόμενους τους. (Εδώ)

Γενικά πάντως το αφτεράδικο, βγάζει κάποια παράκμα με την καλή έννοια και μια έλλειψη κανόνων, που παρόλο που είναι παρακμιακό ή μάλλον επειδή είναι παρακμιακό σου δίνει μια σιγουριά, ξέρεις ότι θα το βρεις εκεί, δεν θα σε προδώσει. Ξέρεις ότι όταν θα έχεις φτάσει στο πάτωμα της μέθης, θα υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο, το βρώμικο άφτερ, ή ξέρεις ότι άμα θα έχεις βαρεθεί από την γκλαμουριά των κλαμπακίων, θα υπάρχει κάτι πιο αναπαυτικά ντέκα για σβήσιμο. Πώς να το κάνουμε εκ των πραγμάτωνε η κατάστα άφτερ παραπέμπει σε ποστίλα και σε τελειωμενάδικες συνθήκες, ή άλλοτε σε έναν συνδυασμό παράκμας και χαλαρουίτας, μιας δηλαδή απελευθερωτικά χαλαρωτικής και απενοχοποιημένης παρακμής.

Και για να θυμούνται οι παλιοί/ μαθαίνουν οι νεώτεροι ορισμένα από τα διαμαντάκια του σάιτ, παραθέτω πώς περιγράφει τα λίγο πιο ψαγμένα αφτεράδικα από το κλασικό πατσατζίδικο ή βρώμικο, ο Κνάσος:

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

εδώ

Και μερικά παραδείγματα από το Διαδίκτυο (εδώ για μπαράκια αφτεράδικα):

Τα καλύτερα after-άδικα της πόλης. Στέκι ξενύχτηδων και σουρεάλ σκηνικών από το 1989. Το πιο κλασικό after της πόλης δικαιωματικά, ο Batman έχει κοιμίσει και μεθύσει όλους όσους υπήρξαν για μια, δύο ή και παραπάνω νύχτες της ζωής τους, εργένηδες, χωρισμένοι, μποέμ, νυχτόβιοι και ερωτευμένοι. Στέκι που γνωρίζουν πολλοί αλλά που πηγαίνουν λίγοι, αφού η απουσία ταμπέλας χρήζει να το επισκεφτείς με παραδοσιακούς μύστες του. [...] Ό,τι γίνεται στο Batman, μένει στο Batman είναι το σύνθημα που συνοδεύει το εν λόγω after σε πολλές παρέες. [...] Χρυσές και κόκκινες αποχρώσεις, κομμένα χέρια αλά Adams family, θέσεις διαχωρισμένες με δίχτυα και ένας κορμός στη μέση του μπαρ. Το Μπρίκι αποτελεί κλασική επιλογή ξενύχτηδων και ερωτικών παρορμήσεων. [...] Με μουσική "όλα τα έχει ο μπαξές", με φτηνά ποτά και με διακόσμηση "ντύθηκα πρόχειρα και έβγαλα το κραγιόν μου", στον Άνθρωπο θα γνωρίσετε αταίριαστους θαμώνες, διαθέσιμους για όλα! [...] Χρώματα παντού, περίεργα παιδικά φωτιστικά, ζωγραφισμένες τοιχογραφίες, αυλή, δύο stages και μια μπάρα για το τέλος είναι όλα όσα χρειάζονται οι πιο friendly νυχτόβιοι τύποι για να κλείσουν ευχάριστα το βράδυ τους και είναι όλα όσα παρέχει το Νηπιαγωγείο. [...] Κλίμα φιλόξενο, φωτισμός "καθωσπρέπει" με ευγενικούς θαμώνες και ιδιοκτήτες, το Barelhouse, στο όλο και πιο αναπτυσσόμενο μπαρόβιο Κουκάκι, αποτελεί ιδανική επιλογή για όλα τα "σκυλιά της νύχτας". (Η Αθήνα ξενυχτάει).

Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένα αφτεράδικα είναι τόοοοσο άφτερ ώστε όχι μόνο μας πιάνει το ξημέρωμα αλλά και το μεσημέρι, υπάρχει και μια ντεκαφεϊνέ χρήση του αφτεράδικου, που είναι να πέφτεις για ύπνο νωρίς και να πηγαίνεις στο αφτεράδικο νωρίς το πρωί έως μεσημέρι (ελεεινά χιπστέρια!). Είναι κάτι σαν αυτό που λέμε πιο χίπστερ γίνεσαι μέϊνστριμ.

Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς". (Από τη Γλάιφο).

"Το πιο καθαρό βρώμικο"= το πιο ντεκαφεϊνέ όνομα για αφτεράδικο

Ευτυχώς στη χιπυστερική εποχή μας παραμένουν και κάποιοι υπερήρωες να φυλάνε την πόλη στις κρίσιμες άφτερ στιγμές, προκαλώντας και ακραίες αφτεράδικες καταστάσεις.

Μπάτμαν: Οι υπερήρωες που φυλάνε την πόλη στις άφτερ ώρες της

"Batman" [...γιατί...] και, τέλος, δεν έκλεινα ποτέ, ούτε όταν έβγαζε νόμους ο Παπαθεμελής ούτε τίποτα. Εμείς μένουμε ανοιχτοί για να φυλάμε την πόλη. [...] «Ο Τάκης και η Φιλία γνωρίστηκαν στο μαγαζί. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Τη νύχτα του γάμου τους, αφού χαιρέτησαν τους συγγενείς στην εκκλησία, ήρθαν σκαστοί στο μαγαζί. Έδωσαν σε όλους μπομπονιέρες και κέρασαν ποτά. Τους έπαιρναν τηλέφωνο από το τραπέζι: “Πού είστε;” Ο Τάκης τους έλεγε: “Εμείς στο “Batman” γνωριστήκαμε, θα πιούμε πρώτα το ποτό μας εδώ και μετά θα ’ρθούμε”». (Εδώ).

Πλατεία Μαβίλη Τέσσερις παρά

Μαζί μ' ένα ψώνιο κι οι δύο χαμένοι, τρώγατε σάντουιτς θολή ματιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.

Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.

Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"

Άντε κάντε του λεζάντα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία