Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.

Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».

Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.

- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)

(από Dirty Talking, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα τσιμεντένια καράβια είναι πλοία που κατασκευάζονται από ενισχυμένο σκυρόδεμα αντί για σίδηρο ή ξύλο. Η κατασκευή τσιμεντόπλοιων είναι σχετικά γρήγορη και φθηνή, καθώς απαιτεί απλούς μπετατζήδες και ουχί ναυπηγούς.

Η ανάγκη κατασκευής τέτοιου είδους πλοίων προέκυψε όταν λόγω των Παγκοσμίων πολέμων και της βιομηχανικής επανάστασης πριν απ’αυτούς παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη σιδήρου σε όλη την ταχύτατα βιομηχανικά εξελισσόμενη Ευρώπη (...) στην Ελλάδα ειδικότερα οι Γερμανοί τα χρησιμοποιούσαν για τον ανεφοδιασμό των κατεχόμενων νησιών καθώς και την αποστολή εφοδίων στα Afrika Corps. Τα τσιμεντόπλοια καθελκύονταν στην «Γερμανική σκάλα» στον Πειραιά κι όπως έχει αναφερθεί οι Γερμανοί δεν ήσαν και τόσο ικανοί στην κατασκευή τους (ή μήπως οι συμπατριώτες μας που εργάζονταν σ’αυτά εκτελούσαν σαμποτάζ εκ κατασκευής) με αποτέλεσμα περισότερα από τα μισά να βουλιάξουν στο Αιγαίο.

Παροπλισμένο τσιμεντένιο καράβι Έτερο κουφάρι

Τα πλοία αυτά βαριά και δυσκίνητα αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη ειδικότερα όταν αυτά βρίσκονταν ελλιμενισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός σε όλους μας ΚΕΦΑΛΟΣ που βομβαρδίστηκε από αεροσκάφη στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών. Το τσιμεντόπλοιο παρέμενε μισοβυθισμένο όντας μη αξιόπλοο μέχρι που στα τέλη της 10ετίας του 1950 απετέλεσε τον ανατολικό κυματοθραύστη του λιμένα Ντάπιας Σπετσών... Πηγή

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στην διακωμώδηση αργών και δυσκίνητων ανθρώπωνε τ. τα ζώα μου αργά. Αυτοί δηλαδής που καίνε μαζούτ à la τραμπάκουλο ή θωρηκτό Ποτέμκιν, οι κουραδάδες, οι τόσο αργοί που και με τον εαυτό τους να τρέχανε θα έβγαιναν δεύτεροι.

Ρε συ αυτός με το 10 είναι πιο αργός κι απ' τα ριπλέι!
- Πάει σαν τσιμεντένιο καράβι...

Άκουσα την εκφραση από 90-φεύγα μονόφθαλμο πρώην ναυτικό με ξύλινο ποδάρι, παίζει να χρονολογείται από τα σαράνταζ.

Βλ. επίσης: καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ψάρεμα σκάρων με ψαροντούφεκο.

Τα τελευταία χρόνια (πιθανότατα εξ αιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας) έχει αυξηθεί εντυπωσιακά ο αριθμός κάποιων ψαριών, όπως οι σκάροι, που προτιμούν πιό ζεστά νερά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την σημαντική μείωση της διαθεσιμότητας άλλων ψαριών, όπως ροφοί, στήρες, σαργοί, σηκιοί, ακόμα και χειλούδες (η χαρά του ατζαμή ψαροντουφεκά τις παλιές, καλές εποχές) καταλήγει σε ψαριές αποτελούμενες,σχεδόν αποκλειστικά, από σκάρους.

Αυτόν τον όρο τον πρωτοχρησιμοποίησα πριν από λίγα χρόνια

-Μήτσο πας για ψαροντούφεκο;

-Όχι, για σκαροντούφεκο πάω.

και τώρα τον γνωρίζουν κάποιοι φίλοι μου στην Κύθνο. Δέν ξέρω αν τον σκέφτηκε και κάποιος άλλος, πράγμα όχι απίθανο.

Ο σκάρος sparisoma cretense, όπως φαίνεται κι από την λατινική του ονομασία ήταν από παλιά κάτοικος των θαλασσίων περιοχών της Κρήτης, κατά κύριο λόγο, αλλά και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου. Στο Κεντρικό Αιγαίο εμφανίζονταν περιστασιακά, όταν οι συνθήκες (προφανώς η θερμοκρασία) ήταν ευνοϊκές. Στο Βόρειο Αιγαίο ήταν τελείως άγνωστος. Τώρα έχει διαδοθεί σέ ολόκληρο το Αιγαίο, ακόμα και σε περιοχές που παλιά ήταν άγνωστος.

Εμφανίζεται σε δύο χρώματα: Οι αρσενικοί έχουν γκρίζο χρώμα, είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος, υπερκινητικοί, με επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους αρσενικούς, που μπαίνουν στην εδαφική τους επικράτεια.

σκάρος γκρίζος (αρσενικός)

Οι θηλυκοί είναι μικρότεροι σε μέγεθος, έχουν λαμπερό κόκκινο χρώμα με φωτεινές χρυσοκίτρινες κηλίδες και πιό ήρεμη συμπεριφορά.

σκάρος κόκκινος (θηλυκός)

Πάντως όλοι έχουν τρυφερό, νόστιμο κρέας και είναι ιδανικοί για τη σχάρα!

Σ.Σ. Μόλις επέστρεψα από σύντομες αλιευτικές διακοπές (σκαροντούφεκο) στην Κύθνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.

Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.

Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.

  1. - Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
    - Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...

  2. - πλάαααααααφ!!
    - Ω μαλάκα σκασίδι...

μπανα\'ίτσα\'μ... (από MXΣ, 15/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σκούπισμα, ως παράφραση της υποβρύχιας κολύμβησης, του scuba diving. Έτσι δίδεται στη συγκεκριμένη ενασχόληση μία πιο αθλητική και trendy χροιά.

- Εγώ, κυρία Σούλα, ασχολούμαι συστηματικά με το bird watching, το horse riding και το scuba diving.
- Και εγώ, αλλά μόνο με αυτό το τελευταίο που είπες, το σκούπα diving. Έχω σκουπίσει αυλές εγώω (χαρακτηριστική κυκλική κίνηση του χεριού).

Αντί να κάνεις χαρακτηριστική κίνηση, ίνοβέιτ. (από Galadriel, 31/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η αποτυχημένη προσπάθεια για βουτιά στη θάλασσα, κατά την οποία πέφτουμε με την κοιλιά.

Η σπάκα συνήθως προξενεί συναισθηματικό, αλλά και φυσικό πόνο στον πρωταγωνιστή του εγχειρήματος, έχει όμως αντιστρόφως ανάλογη επίπτωση στους θεατές του (ο μεν κρατάει την κοιλιά του απ' τον πόνο, ενώ οι δε κρατάνε την κοιλιά τους απ' τα γέλια).

Η διάρκεια αλλά και η ένταση των συνεπειών μιας σπάκας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως, το σωματότυπο του επίδοξου Λουγκάνη, το κοινωνικό του status, κυρίως όμως από το ύψος του βατήρα...

- Τι έγινε Μιχαλάκη, γιατί είναι κόκκινη η κοιλιά σου;;;
- Εεεε... τίποτα μωρέ... από τον ήλιο είναι...
- Ποιον ήλιο ρε, αφού πριν από δύο λεπτά ήσουνα μια χαρά... Δε μου λες, μήπως έπεσες καμιά σπάκα ρε;; Με σένα γελάει ο κόσμος εκεί πίσω;;;;;

(από barbas, 25/11/10)

βλ. και πατσά, μπόμπα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λοξή στάση που παίρνουν οι γκόμενες στην παραλία όταν θέλουν να δείξουν κορμάρα. Προσπαθούν επί ματαίω να τεντώσουν το σώμα (μπούτια, κοιλιά, δίπλες γενικώς) αλλά να δείχνουν, συνάμα, χαλαρές και φυσικές.

Η λέξη έχει αρχίσει να μπαίνει στην αργκό των γυμναστηρίων.

... και μη μου κάθεστε τώρα όλες σε στάση παραλίας, σηκωθείτε όρθιες, μέσα η κοιλιά, σφιχτοί οι γλουτοί, έξω το στήθος, τα πόδια καλά να πατάνε στο έδαφος, κάτω οι ώμοι!

(από ironick, 17/09/08)(από ironick, 17/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΦΡΑΣΗ

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την στερεά Ελλάδα και όποιος ήθελε να πάει Πειραιά Πάτρα δια θαλάσσης, έπρεπε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Είχαν εφεύρει όμως μία – κουραστική - εναλλακτική λύση. Έσερναν τα καράβια πάνω σε κορμούς δένδρων και τα περνούσαν απέναντι δια ξηράς.

Επίπονη η εναλλακτική αλλά στη διαδρομή – που κρατούσε μέρες – υπήρχαν κάτι μπουρδελάκια με κοπέλες όμορφες, πρόθυμες και περιποιητικές. Οι ναυτικοί, για ευνόητους λόγους, προτιμούσαν τον δια ξηράς δύσκολο δρόμο και οι στεριανοί έλεγαν –και είχαν δίκιο– πως το μουνί σέρνει καράβι.

Αιώνες αργότερα, οι ναυτικοί – κυρίως οι Έλληνες – αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως μερακλήδες. Δεν υπήρχε λιμάνι που να μην έχουν και μία αρραβωνιάρα. Δεν υπήρχε πουτάνα λιμανιού που δεν μιλούσε Ελληνικά. Δυστυχώς όμως, οι φορτοεκφορτώσεις των πλοίων ολοκληρώνονταν με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι καυλοπυρέσσοντες ναυτικοί ήταν αχόρταγοι και ποτέ τους δεν επέστρεφαν έγκαιρα. Τα πλοία έμεναν δεμένα να τους περιμένουν. Και είχαν δίκιο οι αγανακτισμένοι καραβοκύρηδες να λένε πως το μουνί δένει καράβι.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ (ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ - ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΕΛΠΙΖΩ - ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ)

Μουνί ή γατάκι ή αιδοίο, ονομάζεται το σύνολο των γυναικείων εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων, η είσοδος του κόλπου και οι γύρω περιοχές. Το αιδοίο περιλαμβάνει το εφήβαιο - που βρίσκεται μπροστά -, το περίνεο - πίσω -, ενώ δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δημοφιλή μεγάλα και τα λιγότερο δημοφιλή μικρά χείλη. Ο λιπώδης ιστός και το δέρμα στην μπροστινή πλευρά του αιδοίου ονομάζεται εφήβαιο ή όρος της Αφροδίτης. Εκεί ακριβώς αναπτύσσεται τριχοφυΐα σε σχήμα τριγώνου και αποτελεί πηγή πλουτισμού για τους κατασκευαστές γυναικείων ξυριστικών μηχανών μια και το ξυρισμένο αιδοίο έχει «άλλη χάρη» όχι μόνο στις παστρικιές μα και στις τίμιες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως αποκαλούμε μουνί δεν είναι παρά μία περιοχή εξαιρετικά ερωτογενής και ευαίσθητη στο άγγιγμα, η οποία προστατεύει το άνοιγμα του κόλπου και το στόμιο της ουρήθρας, ενώ φιλοξενεί την «ανδροπρεπή» κλειτορίδα.

Υπάρχουν αιδοία ευαίσθητα, λιγότερο ευαίσθητα, ρηχά, βαθιά, φαρδιά, στενά κλπ., όμως όλα έχουν το ίδιο σχήμα, ακόμη και τα Ασιατικά. Παρά τις διαδόσεις που θέλουν το Ασιατικό αιδοίο να μην είναι έτσι (|) αλλά έτσι (-), στην πραγματικότητα, ο διάσημος αυτός τύπος αιδοίου είναι απλώς στενός (.). Δηλαδή πολύ στενός! Τόσο στενό είναι το Ασιατικό αιδοίο που θα μπορούσαμε με εγκυρότητα και αρμοδίως, να δηλώσουμε ότι ο στενότερος Ευρωπαϊκός πρωκτός είναι πιο ευρύχωρος απ' το πλέον ξεσκισμένο Ασιατικό αιδοίο.

Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου. Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστούν, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως «σημείο G«. Πολυετείς έρευνες του γράφοντος απέδειξαν αρμοδίως ότι το σημείο αποτελεί παραμύθι που έχουν εφεύρει οι ανοργασμικές για να κάνουν τις καλογαμημένες να σκάσουν απ' τη ζήλια τους.

Γενικά και εν κατακλείδι, το αιδοίο αποτελεί κοινή καταγωγή και κοινό στόχο των ανθρώπων. Άνδρες γυναίκες ασχολούνται μαζί του. Οι μεν άνδρες με σκοπό να το κατακτήσουν, οι δε γυναίκες με σκοπό να το καταστήσουν παγίδα. Οι άνδρες δουλεύουν, κλέβουν και εξαπατούν για να βγάλουν λεφτά και με τα λεφτά αγοράζουν κότερο που ως γνωστό είναι μεγάλη μουνοπαγίδα. Οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, βάφονται, φτιασιδώνονται, ξυρίζουν το όρος της Αφροδίτης και τα πόδια τους με σκοπό να καταστήσουν το αιδοίο τους πεοπαγίδα. Κατόπιν αφήνουν την πεοπαγίδα τους να πιαστεί στη μουνοπαγίδα (κολ μι κότερο).

Φαύλος κύκλος το αιδοίο. Κάτι σαν τη Ρώμη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.

Οι αρχαίοι ημών είχαν πλήρως αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του αιδοίου και είχαν γεμίσει τα ιερά με τις λεγόμενες ιερόδουλες. Η μήτρα υπήρξε ανέκαθεν ιερή. Η θεά Δή-μητρα (η μήτρα της γης) χάριζε στους θνητούς όσα οι Θεοί ήθελαν για πάρτη τους αποκλειστικά. Όμως αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Το παρόν πόνημα κλείνει με μία διαπίστωση, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.

Το αιδοίο παρότι έχει χείλη, δεν ομιλεί.

Ευτυχώς.

Διότι αν το αιδοίο είχε φωνή, θα είχε πολλά να πει για την κυρά του, ελάχιστα για τον κύρη της κυράς του και μερικά για τον κουμπάρο.

(κουμπάρος, ο: εκείνος ο οποίος ερωτοτροπεί με παντρεμένες., δηλαδή γαλατάς, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος κλπ)

- Είσαι ντιπ τρελός ρε Τάσο;
- Γιατί ρε;
- Πήρες της πιτσιρίκας κόσμημα 20.000€ ρε μαλάκα;
- Για την πάρτη της όλα. Τέτοιο μουνί δεν έχει ο κόσμος όλος. Ααααχ (βαθιά ικανοποίηση), το μουνί σέρνει καράβι, Κώστα μου εμένα δε θα σύρει;

Πηγή: εδώ. Bλ. και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ : τσετία.

Τσέτα ή λεντισιά ήταν ένας τρόπος ομαδικού ψαρέματος, κυρίως από τους ψαράδες της Ερμιονίδας μέχρι τη δεκαετία του '60. Το ψάρεμα γινόταν ως εξής: Όλες οι βάρκες που συμμετείχαν παρατάσσονταν η μία δίπλα στην άλλη και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ξεκινώντας από την ακτή μέχρι περίπου το τέλος της αποχής. Στη συνέχεια άρχισαν να κινούνται όλες μαζί παράλληλα προς την ακτή ανεβοκατεβάζοντας άσπρες πέτρες δεμένες με σκοινί. Με τον τρόπο αυτό τρόμαζαν τα ψάρια και τα οδηγούσαν όπου ήθελαν, συνήθως σ' έναν κλειστό όρμο όπου τα έπιαναν με δίχτυα ή συνηθέστερα με δυναμίτες.

Αποχή: η βραχώδης παράκτια υφαλοκρηπίδα.

Πιθανή ετυμολογία από τους Τσέτες (τουρκ. cete): ληστοσημμορία (από εδώ)

Με την συμμετοχή του κόσμου πέραν κάθε προσδοκίας, πραγματοποιήθηκε ανήμερα του Αγίου Ανδρέα, η αναβίωση της θρυλικής Τσέτας στο Πόρτο Χέλι, με διοργανωτή τον Πολιτιστικό Σύλλογο « ΦΑΡΟ» και την συνεργασία του τοπικού Συλλόγου Αλιέων.Η λεντισιά (Τσέτα), αποτελούσε τον πιο δημοφιλή και περίτεχνο τρόπο ομαδικού ψαρέματος, μέχρι και πριν από μισό αιώνα περίπου, στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα της Ερμιονίδος. (από εδώ)

Η μέθοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα καταστρεπτική επειδή "άδειαζε" τις παράκτιες περιοχές από ψάρια. Για το λόγο αυτό απαγορεύτηκε από το 1959 όπως φαίνεται και από την σχετική απαγορευτική εγγύκλιο του ΥΕΝ:

ΛΕΝΤΙΣΙΑ Ή ΤΣΕΤΑ

Ειδική μέθοδος αλιείας που διενεργείται με ομάδα αλιευτικών σκαφών, τα οποία φέρουν δίχτυα που κυκλώνουν συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Στη συνέχεια, κρεμούν στο βυθό με σχοινιά άσπρες πέτρες και τις κινούν προκειμένου να εκφοβίσουν τα ψάρια και να τα κατευθύνουν προς τα δίχτυα ώστε να συλληφθούν. Έχει απαγορευτεί η χρήση της από το 1959 Β.Δ 11-10-57 (Α?/222). (από εδώ)

Αυτού του είδους το ψάρεμα εξαντλούσε τα αλιευτικά αποθέματα πολύ γρήγορα και γι' αυτό η τσέτα έπρεπε να αλλάζει συχνά τόπο. Φυσικά οι ψαράδες των περιοχών που έφτανε η τσέτα δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι και έτσι η λέξη τσέτα απέκτησε και δεύτερη, μεταφορική, σημασία : ομάδα ανθρώπων που αρπάζουν και/ή καταστρέφουν πράγματα, καρπούς κλπ.

Πλάκωσε η τσέτα του γείτονα (καμιά δεκαριά παιδιά κι εγγόνια) κι όχι σύκο, ούτε πράσινο φύλλο δεν αφήσανε!

Η έκφραση με τη μεταφορική της σημασία ήταν παλιότερα σε χρήση στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, συνήθως από ανθρώπους της θάλασσας . Πιθανόν να χρησιμοποιείται μ' αυτήν την έννοια και σ' άλλες παράκτιες περιοχές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία