Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία