Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τα καημένα τα σκυλιά, είτε αδέσποτα ή σπιτιού, έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά (την σκυλίλα βεβαίως βεβαίως, αλλά ας μην το παρακάνω), η οποία μάλλον προέρχεται από τον συνδυασμό σαλίλας και τυχόν αντιψυλλικού κολάρου. Είναι μια αρκετά δυνατή οσμή, πχ. χαρακτηρίζει (και ποτίζει) το διαμέρισμα όποιου έχει σκύλο. Αλλά αγαπάμε σκύλοι και γενικώς ό,τι αναπνέει (αλλά και τις πέτρες), μην το ξεχνάμε (αυτό, ήταν το μήνjυμα της ημέρας).

Κατ' επέκταση το λέμε για όποιον βρωμύλο κάτσει δίπλα μας, που ζέχνει είτε από ατημελησιά ή επειδή δεν μπορεί να πλυθεί -εξαιτίας των μαύρων συνθηκών στις οποίες ζει (πχ άστεγος, αν και αυτοί πάνε και τραβάνε και κανα ξυρισματάκι κυριλέ σε δημόσιες τουαλέτες).

- Ρε μαλάκα, πάψε να κάνεις μόνο γαλλικό ντους, σκυλοβρωμάς δεν το καταλαβαίνεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως μεταφορική, μερικές φορές και κυριολεκτικά χρησιμοποιούμενη, η φράση υποδηλώνει συνθήκες απόλυτης σιωπής, νεκρικής σιγής και ηρεμίας, απρόσμενης για συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά επιβεβλημένης από ιδιαίτερες συνθήκες. Εφαρμόζεται σε κηδείες, κοντσέρτα, ταινίες του Αγγελλόπουλου, συνέδρια του ΚΚΕ όσο μιλάει η γραμματέας, στρατόπεδα στη φράση «Ένας εθελοντής για...», χαρούμενες πασχαλιάτικες συγκεντρώσεις με την οικογένεια στη φράση «Μπαμπά είμαι gay», σε κρεββάτι όταν η γκόμενα λέει «Ναι, Κώστα μου» στο σεξ μετά την ονομαστική σου εορτή στις 6 Δεκεμβρίου, αλλά και από δέντρα που πέφτουν σε δάσος που δεν είσαι.

Γαμώτο... τα έγραψα πιο πάνω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  1. Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;

  2. Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω επίσημη δικαιολογία σήμερα για την σκατολογική μου αναφορά, να με συγνωμείτε δηλαδής, αλλά έπρεπε να κάνω προσθήκη ορισμού στο λήμμα αυτό, καθότι αναφερόταν μόνο στον εμετό και χρειάζομαι και την άλλη του σημασία για ένα λινκ που ετοιμάζω...

Ρουκέτα λοιπόν εστί μεταξύ άλλων η αιφνίδια αποβολή υγρών περιττωμάτων από του πρωκτού, οφειλομένη σε κάποια ίωση, ή σε κάποια δηλητηρίαση, πιθανόν δε και σε απλή βρώση καθακρτικών εδεσμάτων (κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φρούτα και λαχανικά γενικώς). Η σωματική αυτή στιγμή αποκαλείται σλανκγιστί «ρουκέτα» διότι θυμίζει την εκσφενδόνιση της ρουκέτας από του στομίου του εκτοξευτήρος της.

Το είπα πολύ ευγενικά, νομίζω.

Τομπούστη, τι σκατά πάλι είχε φάει... όλη νύχτα ήταν στην τουαλέτα και αμόλαγε ρουκέτες, το σίχαμα...

Houston Rockets (από allivegp, 03/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τα ωραιότατα διακοσμητικά κακάδια της μύτης ή τα κομμάτια κεριά των αυτιών –που η κιτρινίλα και η ωρίμανση ταυτίζεται με αυτήν των κεριών εκκλησίας– που ξεπροβάλλουν ευθύς μόλις φτάσεις κοντά στον θησαυρούχο τυροβρωμίκουλα.

- Μαλάκα δεν ξαναπατάω χημεία...
- Γιατί ρε;
- Άσε ρε με τον βρωμιάρη έρχεται αράζει δίπλα μου, και ο κρυμμένος θησαυρός της μύτης του βγάζει μάτι. Άσε που προχθές τον ξέθαψε και μου άφησε και μερίδιο στην πλάτη!!!!

Δες και ψάχνω για θησαυρό στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθαρίζω από την κοπριά ένα μαντρί, από τις κουτσουλιές ένα κοτέτσι ή ένα κλουβί, από τα σκατά μια τουαλέτα, κλπ, κοινώς καθαρίζω έναν χώρο από τα περιττώματα που περιέχονται σε αυτόν.

Να μην συγχέεται με το ξεσκατώνω.

- Ωχ ρε πστ!, ξεσκατίζει ο Μανόλης το μαντρί και έχουμε μποχιάσει όλοι, το κέρατό μου το τράγιο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Καθαρίζω από τα σκατά (δεν θέλετε να μάθετε πώς, αλλά σε όλους μας θα τύχει μια μέρα...) κάποιον που έχει χεστεί πάνω του. Ωραία πράγματα δηλαδή.

Ξεσκατώνουμε:
α. το μωρό μας,
β. τον γέρο μας,
γ. τη γριά μας,
δ. τον σκύλο ή την γάτα μας (στην περίπτωση της γάτας, μπορεί να μιλάμε απλώς για το καθάρισμα της άμμου της).

Το α. και το δ. τέσπα παλεύονται. Τα β. και γ. όμως, με τίποτα - μπλέκει και το ψυχολογικό στη μέση, βλέπετε.

Την ωραία αυτή δουλειά, η οποία μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις (ανάλογα με το ποιος έχει φάει τι ή με το ποιος πάσχει από τι), την κάνουμε είτε εμείς οι ίδιοι, ή κάποιος άλλος τυχερός, συνήθως γυναίκα.

Να μη συγχέεται με το ξεσκατίζω.

Αγάπη, σειρά σου σήμερα να ξεσκατώσεις τον μικρό γιατί νιώθω μια κούραση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Δες επίσης και μου έφυγε ο πάτος, πήρε φωτιά ο κώλος μου, ξεκωλώνομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία