Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Όταν ρίχνουμε εύστοχη, χλατσωτή, άγγιχτη κουράδα. Κατά το «ευθυβολία».

Ασίστ: Vrastaman, Vip.

Πέντε στις πέντε γκουμούλες έχει ο Στογιάκοβιτς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γάργαρο ρέψιμο.

Νίνος: Με κόλα ρε μαλάκες, στάνταρ...
Λίνος: Παπαριές λές, σεβενάπ δαγκωτό.
Ντίνος: Καί οι δύο είστε λάθος –κοακόλες και γκαζόζες και σαχλαμάρες... Ά' δε πιείς τη σουρωτή σου να στανιάρεις, πώς θα βγεί η καθαρεύουσα ρε μάγκες; Καθάρια πράματα. Να φανταστείτε, πρίν, απο εκπομπή, ο Ζουράρεις –ή μήπως Ζουράρυς;... χμμ...– τελοσπάντων, πάντα κατεβάζει μία σόδα. Μή μιλήσω για τον παπά της ενορίας πρίν το κήρυγμα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Όπως λέμε κατάχαμα. Και χωρίς εσώρουχο.
  2. Όπως λέμε καταπρόσωπο. Και χωρίς εσώρουχο.

Πιθανή σχέση και με το Κατάκωλο... (γκμουχ)

  1. - Καλό ψωλί η Νιόβη, ε;
    - Πω πω δεν την μπορώ την βρωμιάρα... Ποτέ δεν φοράει βρακί κάτω από τη φούστα και, όπου και να βρεθεί, κάθεται κατάμουνα...

  2. - ... και την είχα που λές κατάμουνα, και...
    - Καλά, κόψε κάτι...

(από nick, 29/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τουαλέτα, το μέρος.

Το κατουράδικο δεν πρέπει να συγχέεται με τον κατουρώνα, καθώς το δεύτερο λήμμα χρησιμοποιείται για ανοιχτούς και απόμερους χώρους όπου μετατρέπονται σε τουαλέτα απ' τους περαστικούς, ενώ το κατουράδικο βρίσκεται υποχρεωτικά εντός κτιρίου ή είναι φυσική προέκταση κτιρίου (εξωτερική τουαλέτα).

  1. Καλησπέρα Δημήτρη, που το 'χετε το κατουράδικο εδώ; Πάει να σπάσει η φούσκα μου! (πελάτης που μπαίνει σε νέο γραφείο)

  2. Γέρο μου, μιλάμε ο άλλος έφτιαξε ψησταριά και δεν σκέφτηκε πως το μαγαζί χρειάζεται κατουράδικο! Μετά μου λες εσύ, πώς θα αλλάξει η Ελλάδα... (Ομιλία σε συνέδριο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα)

Δες και -άδικο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρισύνθετη λέξη (από τις λέξεις κάτω+ουρώ+ντουζ) που φωτογραφίζει το πανανθρώπινο φαινόμενο του άρρενος που κατουράει κατά τη διάρκεια του σχολαστικού κι επιμελούς 3λεπτου μπανιαρίσματός του, συνδυάζοντας έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Όπως όλοι ξέρουμε, ο έλεγχος των σφιγκτήρων αποτελεί μείζονα σταθμό στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου. Υπό αυτήν την οπτική, το άτομο που νίπτει το απενοχοποιημένο σώμα του, απεκδυόμενο τις κοινωνικές συμβάσεις κατουράει ελεύθερα, χωρίς ταμπού, χωρίς αναστολές και λοιπές ενοχές του εξωλεκάνιου πιτσιλίσματος, αμολώντας και μια κομπολογάτη άμα λάχει.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα επιτυχημένο κατουρντούζ είναι οι κάτωθι:

  1. Το πέος να βρίσκεται σε θέση χαλάρωσης, ουχί εν πλήρει στύσει (αλλιώς θα τα κάνετε όλα πουτάνα)

  2. Η ούρηση να συμβαίνει νωρίς στην αρχή του ντους (όχι στο τέλος, βρωμίλοι!!)

  3. Βεβαιωθείτε για τη συναίνεση της παρτενέρ (σε περίπτωση που δεν παίρνετε μόνος το ντουζάκι).

Και μη μου πει κανείς ότι δεν το έχει κάνει ποτέ...

- Θες τίποτα απ'το μπάνιο; Πάω να ουρήσω κάτω.
- Δεν κάνεις κάνα κατουρντουζ λέω'γω, που βρωμάς σαν τράγος;
- Γιατί;; Σάββατο είναι;
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημείο -πολλές φορές απόμερο- που ενδείκνυται για κατούρημα. Κατουρημένο πολλές φορές, συνήθως βρωμάει κι έχει λίμνες ούρων.

- Πω, πάει να σκάσει η φούσκα μου!
- Ε κατούρα ντε...
- Πού; Εδώ δημόσια;
- Ε πήγαινε εκεί στην κολώνα. Όλοι για κατουρώνα την έχουν.

10 πράγματα που δεν πρέπει να κάνεις στον νόμιμο κατουρώνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.

Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .

Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»

Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».

Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !

Αγγλιστί: whoopee cushion

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κοπυπαστώνω, κοπυπάστωμα

Άθλια ελληνοποίηση του «κάνω copy-paste», όχι όμως πιο φρικτή από το «κάνω αντιγραφή κι επικόλληση».

Βλ. επίσης: σιπάρω, κοπυπαστατζής.

1.
Σκέφτηκα λοιπόν να ανεβάσω ένα από αυτά τα παλιά άρθρα και… βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Πάντως, δεν κοπυπαστώνω: έχω χτενίσει το παλιό άρθρο, έχω προσθέσει μερικά, έχω ενσωματώσει κάμποσα πράγματα από τα (λιγοστά, τότε) σχόλιά σας.

2.
ΕΜΕΙΣ Δ Ε Ν ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΜΕ Τ Ι Π Ο ΤΑ ΑΠΛΑ, ΠΑΠΑΓΑΛΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΣΑΜΕ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ…

3.
ΚΑΤΙ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ..Η ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΑ ΣΤΟ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΜΑ...ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΟΚΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ....:-)

4.
- κοπυπάστωμα -> copy/paste, copying and pasting
- Έκτρωμα δεν είναι ο όρος; Απορώ πώς το χρησιμοποιούν ορισμένοι...
- Αλήθεια, σε ρήμα πώς θα ήταν; Κοπυπαστώνω (με μπόλικο αλάτι;) ή κοπυπαστάρω; :Ρ
- Το «κοπυπαστώνω» θυμίζει παστά, το «κοπυπαστάρω» πάστες, ακόμα και το «κοπυπαστίζω» θυμίζει παστίτσιο. Δεν πεινάω, αλλά έτσι μου ακούγεται.
(διάλογος διερμηνέων)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία