Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεμπέλης.

- Όλη μέρα φαΐ, ύπνο και καυλομαχητό ο τύπος. Σκέτη κουραδομηχανή.

(από ironick, 12/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται κυρίως για άτομα μπουχέσες οι οποίοι κλάνουν μεντολάστιχα σε καθετί που τους τρομάζει ή δεν μπορούν / φοβούνται να το πράξουν, ενώ φαίνονται αρχιδάτοι.

Πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο που του λες γαμώ την μάνα σου και κλαίει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικρός τυμπανιστής που κρούει τα τύμπανα όχι με τις μπαγκέτες αλλά με το πέος.

-Κοίτα το πέος του, του μικρού τυμπανιστή, είναι ματωμένο.
-Ε, αφού ο μ**κας το χτυπάει πάνω στο τύμπανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.

  1. Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.

  2. Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Vrastaman, 22/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία