Στην αργκό των ελευθεροκαμπινιστάδων, είναι το απόμερο στέκι της αυτοκάθαρσης.

Μερικά αρμυρίκια ή θάμνοι εν είδει παραβάν, μια λακκουβίτσα, ανισόπεδο έδαφος για λήψη της κατάλληλης στάσης και άμμος για την υγιειονομική ταφή των ανοσιουργημάτων, συνθέτουν το γκανιάν της ευωχίας του σκηνίτη.

Ο συνεπής φυσιολάτρης πρέπει να υπολογίζει σοφά τον άνεμο, αλλά και την απόσταση, τόσον από το προσωπικό ενδιαίτημά του όσο και των ΑΛΛΩΝ, ώστε επιλέξει μια σωστή χεσοκαβάντζα και να μην όζει σκατίλας το περιβάλλον.

Επίσης, θα πρέπει να συνεννοείται με τις άλλες σκηνές (πού χέζουμε, πού τρώμε, πού μαζεύουμε τα απορρίμματα, τι παίζει, τι κάνουμε το βράδυ, αν υπάρχει γιατρός κλπ), να θάπτει επιμελώς ΚΑΙ τα κακάκια ΚΑΙ τα πασαλειμμένα χαρτάκια του, ώστε να αποσυντίθενται φυσικά, αλλά και να μην τα παίρνει ο αέρας και γεμίζει ο τόπος, ούτε να μαζεύονται σκατόμυγες, εκεί που ο διπλανός τρώει καρπούζι.

Φευ, οι σημερινοί ελευθεροκαμπινίστες, λόγω της τρέχουσας αποσπασματοποίησης των εννοιών, αδυνατούν να κατανοήσουν το εύρος του «χόμπι» των, εντός του κινήματος της ελεύθερης κατασκήνωσης, που συνεπάγεται ένα ελευθεριακό πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Έτσι, ενώ το ελεύθερο κάμπινγκ είναι μια συλλογική δράση, όπως και το ισπανικό botellon (βλ. σχετική παράγραφο σε λήμμα γιουσουρούμ), τα μαλακισμένα νεοελληνάκια εμφορούμενα μάλλον από σταρχιδίστικη τζαμπατζοσύνη κι όχι από διάθεση κουλαρίσματος στη φύση, στήνουν τη σκηνή τους όπου λάχει και χέζουν ομοίως, αποφεύγουν ακόμα και την καλημέρα με τους γύρω τους, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις σαββατοπαρέες τους, βάζουν τσίτα ηλεκτρονική μουσική μέσα στη σιγαλιά ή ακόμα χειρότερα πατάνε κάτι αγριοφωνάρες με ξεκούρδιστες κιθάρες στερούμενα παντελώς οιασδήποτε μορφής μουσικής (ή άλλης) παιδείας, ανάβουν χαζο-bonfires μέσα σε πευκοδάση, παίζουνε τουμπελέκια και λατέρνατιβ παιχνίδια (ντιαμπολό-πύρινες αλυσίδες κλπ) μες στον κόσμο, στριφογυρνάνε αγκίστρια κι όποιον πάρει ο Χάρος και εσχάτως μου κουβαλήσανε και μικρά σκάφη, με τα οποία διαγράφουν γκαζώνοντας εσωτερικά ημικύκλια (δηλ. από την πλευρά των λουομένων κι όχι εξωτερικά προς τα βαθιά), θερίζοντας κεφάλια και σώματα.

Έτσι, σ’ έναν ελεύθερο χώρο μπορεί κανείς να βρει τόσες χεσοκαβάντζες όσες και οι λουόμενοι και δη με τσαπατσούλικα μισοθαμμένα κόπρανα-κωλόχαρτα-σκουπίδια, στα οποία ενδεχομένως να στήσει τη σκηνή του ή την πετσέτα του απρόσεκτος τις.

Τα τελευταία χρόνια δε, ιδίως στην Χαλκιδική, παρατηρείται το φαινόμενο της καβαντζοπουστιάς υπό την μορφή κατάληψης των «φιλέτων» της παραλίας (π.χ. καβουρότρυπες σε βράχο, τα λιγοστά δέντρα για σκιά κλπ), από πουσουκουτζήδες που στήνουν την σκηνή τους χωρίς να μένουν εκεί, αφού πιάνουν «πόρτα για το χειμώνα» (δηλαδή όταν τους τη δώσει κάνα σαββατοκύριακο να κατέβουν απ’ τη Σαλονίκη), συνεπείς ως προς τις παραδόσεις των πατέρων τους, που έχτιζαν πάνω στο κύμα, αποκλείοντας την πρόσβαση των άλλων.

Τέτοιες πρακτικές βέβαια είναι ιδιαίτερα επισφαλείς, αφού ο παρμένος κατασκηνωτής, που δεν θα’ χει πού να στήσει, θα χρησιμοποιήσει την ήδη στημένη του καβαντζόπουστα (στην καλύτερη) ή (στην χειρότερη) θα την σκίσει και θα κάνει την πάπια

Πολύς κόσμος δεν έχει, ούτε και γουστάρει να τα χώσει στα χουντοπριμοδοτημένα και πανάκριβα ξενοδοχεία (οι ιδιοκτήτες των οποίων είτε καλούν τους μπάτσους αφού «κόπτονται» για το περιβάλλον που οι ίδιοι γάμησαν προ 30ετίας, είτε «παίρνουν το Νόμο στα χέρια τους» = στέλνουν μπράβους που σπάνε σκηνές), ούτε και στα ιδιωτικά τρισάθλια και επίσης πανάκριβα κάμπινγκ. Μαγκιά του.

Η επιλογή όμως της ελεύθερης κατασκήνωσης υπάγεται αναγκαστικά στην κοινοβιακή κουλτούρα και άρα η έλλειψη συλλογικής αυτο-οργάνωσης και αλληλοσυνεννόησης βάζει και την ταφόπλακά της. Άσε που «όποιος βγαίνει έξω απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος», που έλεγε κι ο Αβέρ-off.

Πράγματι, το ελληνικό Κράτος διώκει την ελεύθερη κατασκήνωση, με το άρθρο 10 § 2 Ν. 392/1976, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο μόνο Ν. 779/1978, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 4 § 12 Ν. 2160/1993 και 2741/1999 και σε βαρύτερες περιπτώσεις καταστροφής του φυσικού πλούτου (σκουπίδια-μόλυνση κλπ) με Ν. 743/1977, Ν. 998/1979 και Ν. 1650/1986 κλπ, διότι υποτίθεται ότι οι κατασκηνωτές είναι υπεύθυνοι για τις πυρκαγιές στα δάση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος (αν και από τις εισηγητικές εκθέσεις μαντεύεται η πρόθεση περιορισμού της μετακίνησης των τσιγγάνων).

Δεν μπορώ να διαφωνήσω. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

- Λοιπόν, θα στήσουμε εδώ κάτω απ’ τον πεύκο, να’ χουμε και σκιά το πρωί.
- Ρε μαλάκες! Τι ζέχνει έτσι;
- Ωχ! Σαν πολλές μύγες βλέπω…
- Φτου, ρε πούστη! Σε χεσοκαβάντζα πέσαμε, γαμώ την τρέλα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φυσικό τοπίο απομονωμένο, χωρίς υποψία ανθρώπινης παρουσίας όσο φτάνει το μάτι μας, όμορφο και γαλήνιο, που σε καλεί να σχετιστείς μαζί του και να αφήσεις πάνω του ένα κομμάτι του εαυτού σου. Είναι το πιο ταιριαστό περιβάλλον για να σε κυνηγήσει ζαρκάδι, καθ' ότι μέσα στη φύση, προτείνοντάς σου το άγγιγμά της με απαλά χορταράκια, ενώ θα αφήνεις το γραμμάτιο. Αν η γεωμετρία του χώρου το επιτρέπει, αφέσου στην δροσερή αύρα και χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Μεταφορικά 1: Γενικώς η ερημιά, χωρίς την εννοιολογική μυρωδιά πεθανίου.

Μεταφορικά 2: Το αντίθετο της πήχτρας, του σκοτωμού σε ένα μέρος, η απόλυτη ερήμωση από ανθρώπους.

  1. Και ενώ πηγαίνω καρφωτός, με πιάνει ξαφνικά ένα κόψιμο... Βρήκα όπως-όπως μια ερημιά για χέσιμο, παράτησα κινητά, GPS, πόρτες ανοιχτές, έριξα την ψήφο μου και ξαλάφρωσα...

  2. - Την καυλίτσα που την είχες στο μπίρι-μπίρι χθες την έφαγες;
    - Ναι, φορτωτική κανονικά. Μέχρι να μπει ο σύρτης όμως μου ζάλισε τ' αρχίδια.
    - Πρώτα ανοίξαμε και σας περιμένουμε και μετά σου τό' παιζε δύσκολη;
    - ...Και «εδώ περνάει κόσμος» και «πάμε κάπου πιο απόμερα» και κάτι τέτοιες παπαριές. Ε, τα πήρα στο κρανίο κι εγώ, ξαναέβαλα μπρος και την πήγα πάνω στο βουνό, στου διαόλου τη μάνα. Ερημιά για χέσιμο, τέτοια φάση.
    - Πάντως από ρομαντισμό είσαι καλλιτέχνης ρε κολλητέ, Αλμπέρ Γαμύ...

  3. - Τώρα τι κάνουμε;
    - Φεύγουμε σούμπιντοι, όπως ήρθαμε. Εδώ θα κάτσουμε; Εδώ είναι ερημιά για χέσιμο. Παρέα στα γκαρσόνια θα κάνουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία