Ρέχα είναι το φλέμα, η ροχάλα. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.
Από το αρχ. ρ. ῥέγχω = ροχαλίζω, ασθμαίνω. (εδώ)

Στο ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ (πηγή: ΑΠΘ), η ρέχα σημαίνει και την αύρα(!) και το δροσερό αεράκι(!!).

  1. -την κιτρινη μυξουλα που υπαρχει πασαλειμενη στο ταμπλω!!!!!!!
    -μήπως είναι ρέχα; (εδώ)

  2. Οι ρέχες και η πρώτη φορά "αριστερά" των Κατρούγκαλοων. Πουθενά δεν υπάρχει σκάνδαλο. Υπάρχει βροχή, συνεχής καταρρακτώδης βροχή από τα φτυσίματα των πολιτών, που σας πνίγει. Αλλά εσείς οι καρα-κατρούγκαλοι ξέρετε καλύτερα. Είναι ποτιστική βροχούλα για σας, τους πρώτη φορά "αριστερούς". Συνηθισμένοι στις απάτες και στα ψέματα, σε τέτοιες μικρολεπτομέρειες θα κωλώσετε; (εδώ)

  3. Με… ρέχες απάντησε η σύζυγος του Νίκου Μιχαλολιάκου Ελένη Ζαρούλια στις ερωτήσεις που της έκανε τηλεοπτικό συνεργείο του star. (εδώ)

  4. Είχα χρόνο να κάνω βόλτες σε άλλα blogs. Κάποια τα ζήλεψα, άλλα μου άρεσαν, κάποια ήταν υποφερτά και πάρα πολλά ήταν για ρέχες. (εδώ)

Οι σφουγγοκωλαριοι του υποτακτικού! (Που και να μην ήταν δλδ!) Μια εικόνα χίλιες ρέχες!Από δω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

καραπαράκμα, παράκμα (η)

Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.

Από τουίτη:

  1. παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ

  2. και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.

  3. Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...

  4. - Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
    - και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον

Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ

Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ντεκαντάντσια, ντεκαντανσαρία, ντεκαντανσιανός

Όπως και η ντέκα, οι λέξεις αυτές προέρχονται "από την γαλλική décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς»".
Στα ισπανικά προφέρεται έτσι και μάλλον από κει πήραμε την συνώνυμη ντεκαντάντσια. (Ακριβώς το ίδιο προφέρεται και στα ρωσικά (декаданс), γιαυτό σκέφτομαι μήπως επέδρασε κι εδώ η κουκουσλάνγκ...).

Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα δάνεια απ' την ξένην και μπαίνει μπρος το ελληνικό γλωσσικό δαιμόνιο, ώστε να δημιουργηθεί η ντεκαντανσαρία και ο ντεκαντανσιανός που φέρνουν προς λουμπεναρία και λουμπενικός, αντιστοίχως.
Η ντεκαντανσαρία εκτός από καραπαράκμα έχει επιπροσθέτως και μια κάποια προίκα κιτσαρίας, ενώ με την προσθήκη της κατάληξης -ανός, δημιουργείται εύκολο επίθετο για χρήση όπου δει.

  1. παρακμή, ντεκαντάντσια, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ (εδώ)

  2. 3η φορά στα Σκόπια (που ζηλευεις) κ η ίδια μελαγχολία με έπνιξε. ντεκανταντσια, όχι γοητευτική #balkan_trip

  3. "Ντεκαντάντσια και ιντελιγκέντσια", πούλεγε κι ο αείμνηστος Ζαχαριάδης. Κρίμα. (εδώ)

  4. ...πρεπει να ταπεινωθουμε για λιγο .... το κοκορετσι ειναι μια αγνη βουκολικη και καθαρα Ελληνικη ντεκαντάντσια ... Θελω να ντυθω Γκολφω κ να ψαχνω στα λημερια να ταίσω τον Κιτσο , κρατωντας μια σουβλα κοκορετσι. (εδώ)

  5. Συγνώμη, αλλά η δική σας πλευρά τί έχει να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα; Δε λέω, τζόβενο, τυλιγμένο με σεντόνι, αγνό και αθώο, με το μαλλάκι του, με το μουσάκι, αλλά άντε να το κάνεις γούτσου μία, άντε δύο, μετά; Ενώ το ανταγωνιστικό πακέτο περιλαμβάνει φωτορυθμικά, ηχητικά εφέ, ντεκαντάντσια, τζέρτζελο. Απλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. (phorum, RE: θα θέλατε να υπάρχει θεός;)

  6. ειμαι επαρχιώτισσα εγώ παιδί μου δεν τη μπορώ αυτή τη ντεκαντανσαρία που αργώ 3 ποτά στο γύρω-γύρω (εδώ)

  7. "Είμαι ντεκαντανσιανό ακαουν?” Τι τα θες; μια ζωή στο ντεκαντάνς ήταν η καύλα. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία