Επιλεγμένες ετικέτες

Συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της (π.χ. προκατασκευασμένο --> προκάτ)

Επιπλέον ετικέτες

Η τεστοστερόνη για τους μπίλντερς. Οι εν λόγω κύριοι (και κυρίες βεβαίως βεβαίως) έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη steroid slang για να συνεννοούνται μεταξύ τους για θέματα τα οποία η μέχρι ξεράσματος υποκριτική ελληνική κοινωνία αρνείται να συζητήσει, επιμένοντας να παραχώνει τη σκόνη κάτω από το χαλί και να μπουκώνει το κεφάλι της στην άμμο ωσάν τη στρουθοκάμηλο...

Η τέστο διατίθεται και σε oral μορφή (χάπι), δραστικότερη όμως είναι σε μορφή ενέσιμη (injection, λέγε με και σουτάρισμα). Ως η κατεξοχήν ανδρική ορμόνη, η τέστο μεταμορφώνει σε μάγκα και το μεγαλύτερο μπουχέσα. Σε κάνει να πρήζεσαι, να γαμάς σαν πούστης, να μην κουράζεσαι κλπ. Προσοχή στα o.d.

– Tι νέα ψηλέ;
– Φίλε χτύπησα κάτι γαμάτες πρωτεΐνες και μέχρι το καλοκαίρι με βλέπω να 'χω τουμπανιάσει...
– Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Αγορίνα μου στο 'χω ξαναπεί: χωρίς τέστο, χαΐρι δε θα δεις ούτε σε δέκα χρόνια, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω. – Έλα ρε μαλάκα, τα παραλές..
– Αν είναι να συνεχίσεις μ' αυτά τα μυαλά, καλύτερα κόφ' τα βάρη και γύρνα το στο πλέξιμο...

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone (από Vrastaman, 15/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνάντηση σλανγκιστί.

Πότε θα παίξει συνάντα με τα θεόμουνα, που γνωρίσαμε προχτές;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.

Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.

Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)

Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.

Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)

  1. (τυπική προειδοποίηση από indymedia)
    Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!

  2. - Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
    - Λήτης είναι. Το νου σου.

Οργανόγραμμα ΕΛ.ΑΣ. (από Pirate Jenny, 12/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απ' το «ψωλάρα».

-Ε, ρε τι έχει να γίνει σήμερα! Θα συναντηθούν οι δυο Λάρες!

(από Hank, 29/01/09)(από Hank, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νταλαβέρια. Χρησιμοποιείται κυρίως για ναρκωτικά.

Ρε φίλε, θέλω φταλέ για να πάρω εκείνο το μηχανάκι... μου φαίνεται ότι θα αρχίσω τα βέρια... πάω να βρω κάνα κιλό βρομά να το σπρώξω...

Επιστροφη στην φύση (από Vrastaman, 21/01/09)

Σχετικά λήμματα: βέρι, νταραβερτζής, ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.

- Ε μαλά, τι ώρα είναι;

- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;

- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

  2. Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.

  1. Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.

  2. - Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
    - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία