Επιλεγμένες ετικέτες

Σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται με τη στενότερη ή με την ευρύτερη σημασία της, δηλαδή το ένα αντί για τα πολλά, το μέρος αντί για το σύνολο ή αντίστροφα, η ύλη αντί για το αντικείμενο που έχει γίνει από αυτή και εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται από αυτό, π.χ. «Kάθε κλαδί και κλέφτης», κάθε δέντρο.

(Από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής)

Επιπλέον ετικέτες

Ο πουθενάς, ο ανύπαρκτος, αυτός που κοιμάται στον πάγκο. Το είπε πρώτη φορά ο τιτανομέγιστος - τιτανοτεράστιος ΑΛΕΦΑΣ για τον Φερνάντο Σάντος.

- Ποιος Σάντος; Αυτός είναι μυρουδιάς. Τον πήρε η ΑΕΚ απ' την Πόρτο, μεγάλη μεταγραφή, το 'να τ' άλλο κι ο άνθρωπος κοιμότανε στον πάγκο.

(Ο Αλέφας έχει πει για το Σάντος και το κορυφαίο, στο Μακεδονία TV)

Ο Σάντος κοιμάται στον πάγκο. Θα ΄χουνε μπει οι Τούρκοι στη Σαλονίκη και στην Ελλάδα κι ο άνθρωπος θα κοιμάται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα σίγουρα, άνετα, οπωσδήποτε. Μάλλον και ο επιρρηματικός τύπος προέρχεται από το επίθετο, δηλ. «θα γίνει όπως μπαίνει το αεράτο καλάθι».

  1. - Καλά ρε συ και λες σε τρεισήμισι ώρες είμαστε Αθήνα;
    - Αεράτα!

  2. - Τα 'χει πάρει ο Ταπαίρνογλου στις συμβάσεις με τα υποβρύχια;
    - Αεράτα.

Δεν ξέρω γιατί το λήμμα μου θυμίζει αυτό το άζμα: (από allivegp, 15/07/11)

Δες και -άτος. Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση «είμαστε στον αέρα» αυτονομήθηκε από τα αυστηρά ραδιοτηλεοπτικά πλαίσια, αποδίδοντας την έννοια: σύρμα, μάς ακούνε, είμαστε εκτεθειμένοι.

- Κρύβε λόγια, είμαστε είμαστε στον αέρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.

- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνεκδοχικώς, ο διαιτητής αθλητικού αγώνα. Όταν αποσύρεται λέμε ότι κρεμάει την σφυρίχτρα, ενώ όταν δεν είναι δίκαιος / ικανός λέμε πάρτε του την σφυρίχτρα. Ένας διαιτητής που σφυρίζει πολύ εύκολα λέγεται σφυρίχτρα με πολλά στραγάλια, ενώ για έναν που δεν δίνει τίποτα και σφυρίζει λίγο μπορεί να ειπωθεί ότι του έκλεψαν το στραγάλι.

Σφυρίχτρες όλων των ήχων. (Εδώ).

Ψυχαναλύοντας την σφυρίχτρα. (εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην σλανγκ της φυλακής είναι ό,τι και το κιούπι, δηλαδή η απομόνωση.

Τόσες βδομάδες στο πιθάρι, σκοτάδι, πνίξιμο και σιγή, απορώ πώς δεν του σάλταρε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη σλανγκ των φυλακών, είναι η απομόνωση. Επίσης: πιθάρι. Όπως φαίνεται από το τρίτο παράδειγμα μπορεί να είναι και ειδικός «θάλαμος υποδοχής»- πειθαρχείο.

  1. Για τον Παναγιώτη Γεωργιάδη στο indy.gr:

Μετά την επιστροφή του στη φυλακή τον μεταφέρουν στις φυλακές της Χαλκίδας και τον βάζουν στο κελί 9. Στην απομόνωση. Στο κιούπι, όπως το λένε οι γνωρίζοντες, ένα κελί σαν δοχείο απ' όπου για να δεις το φως της μέρας πρέπει να έχεις ή λαιμό καμηλοπάρδαλης ή να σηκώνεις συνεχώς το κεφάλι προς τα πάνω.

  1. O ίδιος εδώ:

«Στο κιούπι, έτσι λέμε εμείς την απομόνωση. Τι μου θύμισες; Έζησα 11 μήνες εκεί μέσα στο σκοτάδι, τη βρώμα και τη σιωπή. Τι θυμάμαι αυτή την σιωπή, δεν την ταράζει τίποτα, ούτε η ανάσα. Πίσσα, σκοτάδι μαύρο», λέει ο Παναγιώτης.

  1. Από εδώ:

Ειδικότερα, όσον αφορά το παιχνίδι της πρέζας, παντού κάμερες, μηχανήματα ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών, ουρολογικοί έλεγχοι, σωματικοί έλεγχοι, πρωκτικοί, κολπικοί, καθημερινή επιθεώρηση, αναφορά, ακτινογραφίες, θάλαμοι υποδοχής – τα λεγόμενα κιούπια – ή αλλιώς πειθαρχεία ( όπου προληπτικά και βασανιστικά παραμένουν κρατούμενοι και για πέντε μέρες, που πρόκειται να εισέλθουν στη φυλακή κατόπιν μεταγωγής ή αδείας εξόδου προκειμένου να αποβάλλει ο σωματικός τους οργανισμός τους παράνομες, επιμελώς κρυμμένες, ουσίες και αντικείμενα σε « κατάλληλα » διαμορφωμένο χώρο – κόλαση αποβλήτων ) περιμένουν να σε « υποδεχτούν » με τη συνδρομή του ανθρώπινου προσωπικού, όπως κουραστικά μετά συγχωρήσεως, αναφέρουμε συνεχώς, για να αποφύγουν κάθε ενδεχόμενο κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών από τη μεριά των κρατουμένων εντός αυτής και να προλάβουν την ασφάλεια της ζωής τους…
Και τώρα θέτουμε τα εξής εύλογα ερωτήματα : Πώς βρήκε πρέζα ο Χρήστος, θα είχε πεθάνει ο Χρήστος εάν είχε κάνει χρήση και βρισκόταν ελεύθερος;

Και γαμώ την... απομόνωση (από GATZMAN, 25/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία