Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γαλλικό μπιλιάρδο.

Το γαλλικό μπιλιάρδο είναι αυτό που παίζεται σε τραπέζι χωρίς τρύπες και με τρεις μπάλες. Συνήθως οι δύο μπάλες είναι άσπρες, η μία από αυτές (λέγεται και «πικέ», έχει ένα μικρό σημαδάκι σαν κύκλο για να ξεχωρίζει από την άλλη, και η τρίτη μπάλα είναι χρώματος μπορντό. Ο κάθε παίκτης διαλέγει μία από τις άσπρες και σκοπός του παιχνιδιού είναι, με το χτύπημα, να βρει τις άλλες δύο, δηλαδή να κάνει μια καραμπόλα, όπως λέγεται. Υπάρχουν και παραλλαγές του παιχνιδιού. Η πιο γνωστή κατηγορία, και σε αυτή που γίνονται επαγγελματικά τουρνουά είναι το τρίσποντο.

Σλανγκ ορολογία του γαλλικού:

- κορδόνι: ένα κορδόνι ισούται με 25 καραμπόλες. Το σκορ στο γαλλικό κρατιέται σε ένα πινακάκι, που θυμίζει άβακα και προσαρμόζεται στον τοίχο. Είναι ένα κάδρο ξύλινο με τρεις σειρές (κορδόνια) από στρογγυλές μάρκες (25 μάρκες σε κάθε κορδόνι, ανά πέντε μία μάρκα με άλλο χρώμα, για να βοηθάει στον υπολογισμό), περασμένες σε ένα σύρμα. Η πάνω και η κάτω σειρά, που αντιστοιχούν στους δύο παίκτες, είναι οι μονάδες (μία καραμπόλα) και η μεσαία μετράει κορδόνια.

- διαμάντι: τα τραπέζια του μπιλιάρδου έχουν στο ξύλινο γείσο τους, σημάδια που βοηθούν στη στόχευση. Επτά στη μεγάλη σπόντα και τρία στη μικρή. Αυτά τα σημάδια έχουν το σχήμα διαμαντιού, οπότε και λέγονται διαμάντια. Με αυτόν τον τρόπο χωρίζεται με το καρτεσιανό σύστημα όλη η επιφάνεια του τραπεζιού. Στο γαλλικό, αντίθετα με το αμερικάνικο, τα διαμάντια βοηθούν πολύ στους υπολογισμούς για τις στεκιές.

- σερί (γαλ. série): σειρά από πετυχημένα χτυπήματα. Στο γαλλικό, ο παίχτης που βγάζει καραμπόλα συνεχίζει μέχρι να αποτύχει, οπότε και παίρνει σειρά ο αντίπαλος. Μονάδα μέτρησης ικανότητας στο άθλημα. Ο καλός παίκτης είναι αυτός που έχει και το μεγαλύτερο σερί.

- τζόγος (ιταλ. giocco) : ο όρος αναφέρεται σε όλα τα είδη του μπιλιάρδου. Τζόγος σημαίνει ότι, αφού βάλεις μια μπάλα (αμερικάνικο), ή μετά από μια καραμπόλα (γαλλικό), οι μπάλες καταλήγουν σε πλεονεκτική θέση για το επόμενο χτύπημα, ώστε να συνεχιστεί το σερί.

- μακαρόνι: η άφαλτση δυνατή στεκιά κατά μήκος της μεγάλης σπόντας. Τα μακαρόνια, είναι κλασσικές βολές αρχάριων και ψιλοάσχετων, γιατί θεωρούνται άτεχνες στεκιές, και κυρίως γιατί δεν φέρνουν καλό τζόγο.

- (τα έφερα) ματάκια: η κατάσταση στην οποία οι δύο μπάλες που πρέπει να χτυπήσουμε απέχουν μεταξύ τους γύρω δυο πόντους το πολύ, και τις έχουμε απέναντι από την δικιά μας. Δηλαδή θυμίζουν μάτια (σαν του μίκι μάους ένα πράμα).

- σαλίγκαρος: κλασσική δίσποντη ή τρίσποντη στεκιά, που οι δύο μπάλες είναι σχεδόν κολλημένες στη μεγάλη σπόντα (απέναντι η μία από την άλλη κοντά σχετικά στη μικρή σπόντα) και η δικιά μας είναι περίπου στη μέση του τραπεζιού, στο ύψος των άλλων δύο. Παίζοντας απαλά, πρώτη μπάλα, μεγάλη σπόντα μικρή σπόντα, και μετά μεγάλη σπόντα και μπάλα, βγάζουμε τον σαλίγκαρο (η μπάλα μας κάνει έναν κύκλο θεωρητικά) και τζογάρουμε τις μπάλες ματάκια στη μέση του τραπεζιού.

- αμερικέν: η ικανότητα τιτανοτεράστιου παίχτη που άπαξ και τζογάρει τις τρεις μπάλες ματάκια στη γωνία, μετά τις πάει κωλοφεράντζα, γύρω γύρω το τραπέζι επί ώρες, καταφέρνοντας να μην απομακρυνθούν πάνω από ένα πόντο η μία από την άλλη. Αυτός που κάνει το αμερικαίν είναι έτοιμος να περάσει στο τρίσποντο, γιατί το απλό γαλλικό πια το έχει.

- μπρικόλα (ιταλ. bricolla): λέγεται η μονόσποντη (με την χρήση της μεγάλης σπόντας) καραμπόλα, όπου η μπάλα μας διαγράφει την τροχιά μιας γωνίας 90μοιρών, με όρτσα φάλτσα. Στο ιταλικό μπιλιάρδο, μπρικόλα είναι η στεκιά που βρίσκει πρώτα σπόντα.

- πικέ ή μασέ (γαλ. piqué(e), masser): το χτύπημα της μπάλας κρατώντας την στέκα κάθετα σχεδόν στο τραπέζι. Αυτό το χτύπημα δίνει στην μπάλα καμπύλη πορεία και ανάποδα φάλτσα. Αν δεν το ξέρετε, σκίζει και την τσόχα.

- ελευθερατζής: ο παίκτης του γαλλικού που παίζει το «ελεύθερο» γαλλικό, δλδ χωρίς περιορισμούς (π.χ. απαγορεύονται τα ματάκια στις γωνίες, ή το τρίσποντο, μονόσποντο ή δίσποντο κ.ο.κ.). Ο ελευθερατζής είναι ή πολύ καλός και κάνει φιγούρα (διότι ένας πολύ καλός παίκτης μπορεί να παίζει για ώρες), ή αρχάριος που μαθαίνει.

  1. - Πάμε για γαλλικό;
    - Τι σερί έχεις ρε μπάμια, που θέλεις να παίξουμε μαζί;
    - Δεκαπέντε, το καλύτερό μου.
    - Άντε ας παίξουμε. Αλλά πάρε και μια μπύρα να την απολαύσεις, γιατί θα σου ρίξω τουλάχιστον δύο κορδόνια, αν παίξουμε στα πέντε (κορδόνια, 125 καραμπόλες). Ή σκέφτομαι να παίζω χωρίς να φέρνω τζόγο, για να έχει ενδιαφέρον.
    - Ίσα ρε τιτανομέγιστε. Πολλά μας τα λες, και σε βλέπω να πηγαίνεις πάγκο.

  2. - Ρε, έχει σκάσει μύτη ένα παιδί στο μπιλιαρδάδικο που βγάζει μάτια!
    - Δηλαδή;
    - Μπήκε μέσα κι έπαιζε μόνος του κανά δίωρο. Ματάκια της έφερνε στην τρίτη στεκιά από σπάσιμο. Κοντά στην έκτη στεκιά ματάκια στη γωνία, και μετά αμερικέν. Κουφάθηκα! Και μου είπε να παίξουμε μαζί μετά γιατί βαριόταν.
    - Ανέβηκες κατηγορία δηλαδή;
    - Ναι, αυτός έπαιζε με μπρικόλες, εγώ κανονικά, και πάλι έφαγα δυο κορδόνια διαφορά!

(από electron, 25/09/09)αμερικέν, και δεν είμαι εγώ!!! (από electron, 07/12/10)

Δες και φάβα/φάφα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πώς απογειώνεται

Η Θεωρία του Μείζονος Βλακός προτείνει ότι ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει σε βλακωδώς ακριβές τιμές εφ’ όσον γνωρίζει ότι θα πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Πώς καταρρέει

Μοιραίως κάποιος θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και αρχιμαλάκας. Και χώνει.

Ηθικόν δίδαγμα

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

Βλ. και επενδυτική πυραμίδα.

- Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται...
(Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», 1941)

- Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και hedge funds που έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά με κεφάλαια της τάξης των 40 δισ. ευρώ φαίνεται να δημιουργούν το απόλυτο «αεροπλανάκι» καθώς μέσα από κατευθυνόμενες εκθέσεις και τιμές-στόχους για μετοχές, κατορθώνουν να κερδοσκοπούν εγκλωβίζοντας ακόμη και τους ίδιους τους πελάτες τους για να φορτώσουν τελικά το «μουντζούρη» που αγοράζουν στην ύψιστη τιμή πριν κατρακυλήσουν οι τιμές...
(προφητικό άρθρο απ'ο το 2005)

- Στο αεροπλανάκι και ο Κάρολος Φιξ. Ορισμένες από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, μέλη του διεθνούς τζετ-σετ, είχαν επενδύσει στα «πυραμιδικά» επενδυτικά προϊόντα (...) με αποτέλεσμα τα λεφτά τους να συνδεθούν... με Κάιρο (λόγω πυραμίδων). (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθένα από τα τέσσερα καλυμμένα με ελαστικό εσωτερικά πλευρά του τραπεζιού του μπιλιάρδου.

Από σπόντα: όχι απευθείας, αλλά αφού προηγουμένως η μπίλια χτυπήσει σε κάποιο σημείο της σπόντας.

Πετώ/ρίχνω σπόντες: κάνω υπαινιγμούς για να προκαλέσω την αντίδραση κάποιου, να πληροφορηθώ κάτι. [ιταλ. sponda]

Από σπόντα το βρήκα το σαλάνγκρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία