Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λαμόγιο ή και λαμόγιας, είναι συνώνυμο του απατεώνα ή κομπιναδόρου.

Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος απο αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.

Πω ρε πούστη, πάλι μ' έκλεψε στα ρέστα αυτό το λαμόγιο στη λαϊκή!

moglie (από GATZMAN, 16/11/10)Le Carte Nnapoletane (από HODJAS, 17/11/10)

Βλ. και λαμόγια, moya.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δάνειο εκ του αγγλικού hedging, που στην χρηματιστηριακή ορολογία αφορά την ασφάλιση ενός στοιχείου, κεφαλαίου και γενικά χρηματοοικονομικού εργαλείου έναντι ενός πιθανού μελλοντικού κινδύνου (υποτίμηση, υποαπόδοση κλπ.).

Η επίσημη ονομασία του χετζαρίσματος στην οικονομική ορολογία είναι αντιστάθμιση κινδύνου και λειτουργεί με την πραγματοποίηση μίας αντίθετης θέσης πωλήσεως στα παράγωγα. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη και αν υποχωρήσει η αγορά και ο επενδυτής σημειώσει απώλειες από τις μετοχές που έχει αγοράσει, έχει παρ'όλ'αυτά κέρδος από τη συναλλαγή του στα παράγωγα, οπότε και η συνολική ζημιά του είναι μικρότερη.

Το παράγωγο ρήμα του χετζαρίσματος είναι χετζάρω, ενώ τα ασφαλισμένα κεφάλαια / στοιχεία / εργαλεία αναφέρονται ως χετζαρισμένα. Αντίθετα, αυτά που δεν έχουν ασφαλιστεί έναντι μελλοντικού κινδύνου αναφέρονται ως αχετζάριστα.

Ασίστ: Βράσταμαν

  1. εν ξέρω ποιός είναι ο πρωταρχικός σου σκοπός όταν βάζεις λεφτά στην αγορά , ο δικός μου είναι ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΩ. ΔΕΝ είναι να κερδίσω. Αυτό που μου προσφέρει η ασφάλιση (χετζαρισμα)στην χειρότερη περίπτωση είναι αυτό που λες «Μειώνει στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον τα κέρδη.» Σκασίλα μου εφόσον κερδίζω!!!! άκου τι λες λοιπόν : παίρνω ένα ρίσκο ΠΡΟΣ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ και δεν χετζάρω γιατί αυτό θα μου μειώσει τα κέρδη . Και καλά να σου βγεί, αν δεν σου βγει (κορόνα γράμματα είναι έτσι κι αλλιώς) τί γίνετε;; παίρνεις το stop loss και καταγράφεις ζημιές γιατί δεν ήσουν διατεθειμένος να δώσεις ενα ποσοστό απο τα πιθανά μελλοντικά σου κέρδη... το χετζάρισμα (που μειώνει τα κέρδη , μιλάμε για ΚΕΡΔΗ και όχι ζημιές) είναι ο ΜΟΝΟΣ τρόπος να έχεις κέρδη ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ Η ΑΓΟΡΑ

ο δικός σου πρωταρχικός στόχος ποιός είναι;; να ΜΗΝ ΧΑΣΕΙς ; ή να ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ; (Δώθε)

  1. Πολιτική της τράπεζας είναι η μη δημοσιοποίηση της θέσης του χαρτοφυλακίου της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι θέσεις αυτές είχαν ανακοινωθεί επισήμως από συνεντεύξεις και δελτία Τύπου, αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Συνεπώς, επιβεβαιώνουμε ότι στο χρονικό διάστημα Ιουλίου ; Σεπτεμβρίου 2009 η Τράπεζα προέβη σε αγορά CDS, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων πουλήθηκε τον Νοέμβριο του 2009 και ένα υπόλοιπο περί τα 20% της συνολικής θέσης ρευστοποιήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Διοίκησης», τονίζεται από τη διοίκηση, προσθέτοντας παράλληλα ότι «είναι πάγια πρακτική να μη σχολιάζουμε τις επιλογές χαρτοφυλακίου των προηγούμενων διοικήσεων ούτε όσον αφορά το επενδυτικό τους σκέλος, ούτε όσον αφορά το ηθικό τους σκέλος».

Η ανακοίνωση καταλήγει ότι «στόχος της σημερινής Διοίκησης είναι να χρησιμοποιούμε τη σχέση ισχύος που έχουμε σε κεφάλαια και ρευστότητα για την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και δεν επιδιώκουμε να επενδύουμε σε σύνθετα και κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά προϊόντα».

-γιατί να μη χετζάρει τη θέσι του άμα είχε αγοράσει ελληνικά ομόλογα; δεν καταλαβαίνω ποιό είναι το πρόβλημα; (Κείθε)

  1. EFG EUROBANK - ΧΕΤΖΑΡΙΣΜΕΝΑ ΟΦΕΛΗ; Σύμφωνα με τη διοίκηση της τράπεζας, η συγχώνευση διά απορροφήσεως θα αποφέρει επιπρόσθετα οφέλη της τάξης των 50 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 30 εκατ. ευρώ προέρχονται από τη μείωση της φορολογίας που προβλέπει ο περσινός νόμος περί συγχωνεύσεων και τα 20 εκατ. ευρώ από το γεγονός ότι η τιμή που γίνεται η συγχώνευση είναι χαμηλότερη εκείνης που δίνει η καθαρή θέση των δύο εταιρειών. (...) Τι γίνεται όμως για το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης; Μια (μερική) λύση θα ήταν να προστατευθεί (hedging) από το ενδεχόμενο πτώσης των τιμών των μετοχών, πουλώντας συμβόλαια (ΣΜΕ) και αγοράζοντας δικαιώματα προαίρεσης πώλησης (put options) στην αγορά των παραγώγων. Λέτε λοιπόν αυτό το «χετζάρισμα» να οδηγήσει σε αύξηση των συναλλαγών στα παράγωγα, όπως ήδη κάποιοι χρηματιστές λένε ότι συμβαίνει; Ιδωμεν.(Παρακάτω)

  2. Συνυπολογίζει κυμαινόμενα και μη-κυμαινόμενα assets (αχετζάριστα τα πρώτα, liquid/non-liquid σε ενα καλάθι)- και καταλήγει: 30% ΑΕΠ τα ρευστά διαθέσιμα

Σήμερα 20%, αύριο 40% και μεθαύριο μπορεί 5% μπορεί 55%.

Σήμερα διάβαζα την 6η αναθεώρηση του ΔΝΤ γιά τις μεθόδους υπολογισμού του IIP, που κατ' επέκταση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και οίκαδε (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 10/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού bet (=στοιχηματίζω). Μπετατζής είναι εκείνος που επιδίδεται στον στοιχηματισμό. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την πρόσφατη ραδιοφωνική διαφήμιση γνωστής εταιρείας στοιχημάτων.

- Θα έρθει ο Νίκος το βράδυ για ποτό;
- Χλωμό το κόβω, θα περάσει όλη τη νύχτα παίζοντας πόκερ και στοιχηματίζοντας σε ματς του ΝΒΑ. Τον ξέρεις τωρα, γνωστός μπετατζής.

(από Mr. Cadmus, 12/02/10)

Δες και στοιχηματοπώλης, κουμάρι, μπούκις, παρολί, σότο, στον κουβά, ταμείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καμία σχέση με το «ντεκαπάζ», παρ' ότι κάνει ωραία ρίμα. Χαρτοπαικτικός όρος της πόκας, που αφορά την αναδιοργάνωση ενός τραπεζιού αφού συμπληρωθεί κάποια ώρα παιχνιδιού ή στην περίπτωση που κάποιος καινούριος (ή κάποιοι) θέλουν να μπουν σε ένα τραπέζι που παίζει για αρκετή ώρα.

Ντεκαβάζ σημαίνει ότι τελειώνει το παρόν παιχνίδι, εξαργυρώνονται οι μάρκες (γίνεται κάβα) και ξεκινάει καινούριο παιχνίδι με τους ίδιους παίκτες, ή με καινούριους και με καινούριο αρχικό κεφάλαιο, ίδιο για όλους. Δηλαδή οι κερδισμένοι παίρνουν τα κερδισμένα λεφτά, τα βάζουν στην τσέπη και ξεκινάνε όπως και οι χαμένοι (ή και οι καινούριοι παίχτες) με το ίδιο ποσό «πάνω στο τραπέζι», καινούρια παρτίδα.

Disclaimer
Ο όρος αυτός είναι ελληνικός (μάλλον) και αποτελείται από το γαλλικό «de» (δηλώνει τέλος, βγάλσιμο από μία κατάσταση, απόσυρση), τον όρο «κάβα», και την γαλλική κατάληξη -αζ (για το εύηχο του πράγματος). Δηλώνει ότι ξαναγίνεται κάβα (η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, σε ευρηματικότητα, και σε ελπίδα για ρεφάρισμα!!).

  1. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι;
    - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ.
    - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα η κάβα είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  2. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά... - Και στις δύο, ντεκαβάζ, χωρίς διαμαρτυρίες, αλλιώς χαμηλώστε την κάβα, ή δηλώστε ώρα λήξης.
    - (ομοβροντία) Καλώς!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρτοπαικτικός (αφορά την πόκα, αλλά λέγεται και στην πρέφα) όρος που αναφέρεται:

α) στο αρχικό ποσό που πρέπει να αγοράσει σε μάρκες ο παίκτης για να μπει στο παιχνίδι (πόκα)
β) στο ποσό που του ζητείται να βάλλει στο τραπέζι αν μπει κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού (πόκα)
γ) στο συνολικό ποσό που μαζεύεται, και αντιστοιχεί σε μάρκες πάνω στο τραπέζι. Ενίοτε αναφέρεται και το μέρος που είναι μαζεμένα τα φράγκα, π.χ. το άδειο κουτί που ήταν οι μάρκες, ή κάποιο συρτάρι, ή το σακάκι του ιδιοκτήτη της λέσχης... (πόκα)

Επίσης υπάρχει και ο όρος «κάνω κάβα», που αναφέρεται στον παίχτη που:

α) όλο το βράδυ έχει υπ' ευθύνη του την κάβα (δίνει μάρκες για λεφτά) και που στο τέλος της βραδιάς αναλαμβάνει να εξαργυρώσει τις μάρκες με χρήματα (πόκα)
β) καλείται να κερδίσει τις χαρτωσιές που δήλωσε μετά την αγορά (πρέφα).

Ο όρος «κάβα», προέρχεται από τα ιταλικά, όπου «cava» σημαίνει σπηλιά (και κουφάλα). Και χρησιμοποιείται για να υποδείξει μεγάλη ποσότητα σαν έκφραση, δηλαδή «μια σπηλιά χρήματα» (una cava di denari). Με τον καιρό έμεινε μόνο η λέξη «κάβα», για να υπονοεί τα πολλά χρήματα που μαζεύονται και παίζονται στο τραπέζι.

  1. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά...
    - (ομοφωνία) Καλώς!!!!

  2. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι; - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ. - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα, είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  3. - Πόσα βάζω;
    - Πενήντα ευρουδάκια.
    - Πού είναι η κάβα;
    - Στην κουζίνα.
    - Πάλι μέσα στο κουτί με τα μπισκότα έβαλες τα λεφτά. Αμάν αυτές οι προλήψεις!!!!
    - Κοίτα ποιος μιλάει! Αυτός που βάζει ζιβάγκο όταν χαρτοπαίζει, ενώ έχει φύγει από τη μόδα τριάντα χρόνια τώρα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία